«Η εμπορική δικτατορία του διασκεδαστικού τραγουδιού δεν αντισταθμίζεται μέσα μου παρά μόνον από μιαν αξιόλογη προοπτική στον τομέα του έντεχνου - λόγιου τραγουδιού… Η ελληνική συμφωνική μουσική, αποκομμένη από την κοινωνία και τη μουσική της γλώσσα δηλαδή αποκομμένη από τον ίδιο τον πολιτισμό της, περιορίζει τη δημιουργικότητα της και την επικοινωνιακή της ισχύ σε λίγους μυημένους, «ξενόγλωσσους» ακροατές…Ποιος μπορεί να παρακολουθήσει χωρίς να γνωρίζει ξένες γλώσσες; Και να παρακολουθήσει, άραγε θα μπορέσει να εκφραστεί ταυτόχρονα η δική του ελληνική ύπαρξη;» Τα παραπάνω είναι μερικά από τα λόγια του Δημήτρη Παπαδημητρίου, μέσα από τα οποία ο διάσημος και σημαντικός συνθέτης μας επιχειρεί να εξηγήσει τα κίνητρα πίσω από την ηχογράφηση και την κυκλοφορία του τριπλού cd με τίτλο Που Γι’ Αλεξανδρινό Γράφει Αλεξανδρινός. Μιας συλλογής μελοποιημένων ποιημάτων του Κωνσταντίνου Καβάφη που μας προσφέρεται σε μια εντυπωσιακά πολυτελή έκδοση. Είναι κοινώς αποδεκτό ότι ο Κωνσταντίνος Καβάφης είναι ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες ποιητές. Είναι όμως επίσης ο ποιητής εκείνος που νίκησε όσους συνθέτες επιχείρησαν ποτέ να αναμετρηθούν μαζί του, κυρίως λόγω της απουσίας μέτρου από τα έργα του. Από την άλλη μεριά, ο Δημήτρης Παπαδημητρίου έχει πολλές φορές αποδείξει το γιατί χαίρει εκτίμησης ως ένας από τους σπουδαιότερους σύγχρονους συνθέτες μας. Και ένας σπουδαίος συνθέτης έχει, νομίζω, κάθε δικαίωμα να επιχειρήσει την αναβίωση των ποιημάτων ενός σπουδαίου ποιητή μέσα από μία – όπως την αποκαλεί και ο ίδιος – σύγχρονη ελληνική σύνθεση. Ειδικά όταν πρόκειται για μια περίπτωση καλλιτέχνη ο οποίος έχει κι αυτός, όπως και ο Καβάφης, δεσμούς και επαφή με την Αίγυπτο. Δυστυχώς όμως, η προσπάθεια αυτή του Παπαδημητρίου δεν καταφέρνει να σταθεί στο ύψος ούτε των προσδοκιών ενός υποψήφιου ακροατή, που θαμπώνεται από την τόσο εντυπωσιακή και προσεγμένη έκδοση, ούτε όμως και του ίδιου του συνθέτη, που φιλοδοξεί μέσω αυτής να μελοποιήσει έτσι τον Καβάφη, ώστε να κάνει τα ποιήματά του αυτά να φτάσουν στον ακροατή ως σύγχρονα ελληνικά τραγούδια. Βασικό μειονέκτημα στην εκπλήρωση των παραπάνω προσδοκιών φαίνεται να είναι το ύφος της ίδιας της μελοποίησης. Με φωτεινές εξαιρέσεις τις όμορφες, απλές και με σύγχρονο αέρα μελοποιήσεις των “Δυνάμωσις”, “Σαμ Ελ Νεσίμ” και “Δεκέμβρης Του 1903”, οι συνθέσεις, στη συντριπτική πλειοψηφία τους, όχι μόνο δεν αναδεικνύουν και δεν αφήνουν να ακουστεί ξεκάθαρα ο λόγος των ποιημάτων - με τον οποίο ο Παπαδημητρίου επιθυμεί να ταυτιστεί ο έλληνας ακροατής - αλλά επιπλέον τον επισκιάζουν. Αν επεκταθούμε σε καθένα από τα τρία cd χωριστά, θα έλεγα πως από το πρώτο χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι περιπτώσεις των “ Όποιος Απέτυχε” και “Iωνικόν”, από το δεύτερο τα “Θάλασσα Του Πρωινού” και “Τα Δ’ Άλλα Εν Αδού Τοις Κάτω Μυθήσομαι», ενώ από το τρίτο, το οποίο και θεωρώ ως το πιο αδύναμο τμήμα του εγχειρήματος, η μελοποίηση του θαυμαστού ποιήματος “Η Πόλις”. Κι αυτό γιατί οι στίχοι του μετά βίας και διακρίνονται πίσω από τα επιβλητικά όργανα, η ενορχήστρωση των οποίων καταφέρνει περισσότερο να αναδείξει μία αίσθηση πεπαλαιωμένης περιπλοκότητας, παρά τηv αμεσότητα για την οποία μιλήσαμε παραπάνω και που άλλωστε χαρακτηρίζει τα έργα του Καβάφη. Η περίπτωση του “Η Πόλις” μας οδηγεί και στο δεύτερο, μετά το ύφος της μελοποίησης, προβληματικό σημείο του παρόντος album, τις ερμηνείες δηλαδή των συμμετεχόντων φωνών. Η Ειρήνη Καράγιαννη και ο Τάσος Αποστόλου στάθηκαν ανέκφραστοι και κενοί όσον αφορά το “Πόλις”, δίχως να φανερώσουν καμία επαφή με τους στίχους του ποιήματος - λαμπρή απόδειξη ότι συχνά μία πολύ καλή φωνή δεν αρκεί για μία πολύ καλή ερμηνεία. Αναφορικά δε με την έχοντα πρωταγωνιστικό ρόλο στο album Φωτεινή Δάρρα, θεωρώ πως, σε γενικές γραμμές, απέτυχε ερμηνευτικά, δίνοντας περισσότερη έμφαση στην ανάδειξη της φωνητικής της έκτασης και λιγότερο στο να γίνει ένα μέσο για να μεταδοθούν τα ποιήματα στον απλό ακροατή. Οφείλω όμως να παραδεχτώ πως είναι η ερμηνεύτρια της δυνατότερης στιγμής του δίσκου, της “Δυνάμωσις” (τόσο η εκδοχή με τους στίχους όσο και η ορχηστική είναι υπέροχες), η οποία χρωστάει μάλιστα σε αυτήν ένα μεγάλο μέρος από τη συνολική της επιτυχία και ομορφιά. Οι υπόλοιποι διάσημοι ερμηνευτές της δουλειάς, Αλκίνοος Ιωαννίδης (“Ο Δεκέμβρης του 1903”, “Ο Γενάρης του 1903”), Ελευθερία Αρβανιτάκη (“Σαμ Ελ Νεσίμ”, “Μακρυά”) και Γεράσιμος Ανδρεάτος (“Όποιος Απέτυχε”) παρουσιάζουν μία βαθύτερη επαφή με τους στίχους τους οποίους ερμηνεύουν, χωρίς όμως να επιτυγχάνουν να δημιουργήσουν με την παρουσία τους κάτι ανώτερο από το απλώς επαρκές. Σαν μελανότερη ερμηνευτική στιγμή του έργου θεωρώ την ερμηνεία της Ειρήνης Καράγιαννη στο “Eπέστρεφε”, χωρίς αυτό να σημαίνει πως ευθύνεται γι’αυτό αποκλειστικά η ίδια η τραγουδίστρια. Η φωνή και η χροιά της Ειρήνης Καράγιαννη κινούνται σε πολύ ψηλές κλίμακες, τραβώντας κάθε λέξη σε τέτοιο σημείο ώστε να την κάνει ακατάληπτη για όποιον δεν γνωρίζει το ποίημα ή δεν συμβουλεύεται τους στίχους στο βιβλίο της έκδοσης. Μια αναμφισβήτητα εξαιρετική φωνή με την έκταση και τη δύναμη που διαθέτει τόσο η Καράγιαννη, όσο και η Φωτεινή Δάρρα, είναι πάντα αξιοθαύμαστη. Αλλά θα ήταν ακόμα περισσότερο θαυμαστή εάν ήταν σε θέση να αντιληφθεί πότε πρέπει να «υποταχθεί» σε μεγάλους στίχους, αντί να κάνει τους στίχους να υποταχθούν σε αυτή. Όπως προανέφερα, το Που Γι’ Αλεξανδρινό Γράφει Αλεξανδρινός του Δημήτρη Παπαδημητρίου συνοδεύεται από μία από τις πιο καλαίσθητες και φροντισμένες εκδόσεις που έχουν γίνει στην ελληνική δισκογραφία. Το βιβλίο περιέχει κάθε λεπτομέρεια σχετικά με την ηχογράφηση και την πορεία της, μαζί με όμορφες ζωγραφιές που σε μεταφέρουν στην Αίγυπτο μιας άλλης εποχής ενώ οι στίχοι υπάρχουν μεταφρασμένοι και στα Αγγλικά. Παράλληλα, το αναλυτικό σημείωμα του ίδιου του συνθέτη καταφέρνει να πείσει για τις προθέσεις με τις οποίες ξεκίνησε και ολοκληρώθηκε αυτό το έργο. Όπως εννοείται και μέσα από το κείμενό του, η μελοποίηση ενός μεγάλου ποιητή σημαίνει την επιδίωξη μετάδοσης του λόγου του και του μεγαλείου του στο κοινό που δεν έχει ως τώρα επαφή μαζί του. Χαρίζοντας έτσι και στον κόσμο μια νέα γνώση την οποία δεν διέθετε, και στον ίδιο τον ποιητή μια φρέσκια ανάδειξη ανακαλύπτοντας κρυμμένες μουσικές στα ποιήματα του, αλλά και στην ελληνική μουσική - που τόσο φαίνεται να απασχολεί τον Δημήτρη Παπαδημητρίου - ένα αντίβαρο ποιότητας στα κυρίαρχα εύπεπτα σουξέ. Στο παρελθόν είδαμε άλλωστε την τρανή απόδειξη πως κάτι τέτοιο είναι εφικτό μέσα από την γνωριμία του ευρύ κοινού με τον άγνωστο τότε ποιητή Νίκο Καββαδία (κείμενο του οποίου πλουτίζει ακόμα περισσότερο την παρούσα έκδοση) χάρη στη μελοποίηση του Θάνου Μικρούτσικου. Παρόλα αυτά, δεν νομίζω ότι υπάρχει σοβαρή περίπτωση το απαίδευτο και βολεμένο στα εφήμερα σουξεδάκια ελληνικό κοινό να αποκτήσει ως δια μαγείας το υπόβαθρο ώστε να κατανοήσει και να εκτιμήσει ποιήματα τα οποία είναι από μόνα τους αρκετά δύσκολα. Πόσο μάλιστα όταν του μεταδίδονται μέσα μια τόσο αταίριαστα βαριά και κρύα, θα έλεγα, μελοποίηση και μέσω ερμηνειών οι οποίες μοιάζουν περισσότερο με κινήσεις εντυπωσιασμού, παρά φαίνονται να είναι οι ίδιες εντυπωσιασμένες από το περιεχόμενο των ποιημάτων τα οποία ερμηνεύουν. Έτσι ως έχουν τα πράγματα, δεν βλέπω προσωπικά στο φιλόδοξο εγχείρημα του Που Γι’ Αλεξανδρινό Γράφει Αλεξανδρινός κανένα αντίβαρο απειλητικό για την κυριαρχία των εφήμερων καψουροσουξέ στο σύγχρονο ελληνικό mainstream…

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured