Πόσες φορές μας τυχαίνει τελευταία να βάζουμε στο cd player ένα δίσκο φτιαγμένο από ελληνικά χέρια και αυτό που ακούμε να μας καθηλώνει με τη φαντασία των ιδεών του και την πληρότητα της υλοποίησής του; Σύμφωνοι, όλο και συχνότερα εσχάτως, αλλά σε κάθε περίπτωση, όχι όσο συχνά θα θέλαμε, έτσι δεν είναι; Και οπωσδήποτε, όχι στο βαθμό που μας ικανοποιεί μια παραγωγή του εξωτερικού. Αυτή η παρθενική προσπάθεια των Bellerophone δεν ξεχωρίζει στα δικά μου αυτιά από τις δισκογραφικές απόπειρες των ηχητικών δημιουργών της αλλοδαπής, αντιθέτως βάζει τα γυαλιά στους περισσότερους απ’ αυτούς. Ή για να το διατυπώσουμε αλλιώς, αν μας ερχόταν με τη στάμπα της Touch ή της Warp για παράδειγμα, θα το υποδεχόμασταν γεμάτοι θαυμασμό, τι αλλάζει τώρα που μας έρχεται από τη Δυτική Αθήνα;Το θέμα είναι ότι ίσως καμία από τις παραπάνω ετικέτες να μην έβγαζε το παραπάνω δίσκο, και ο λόγος είναι ότι δεν ακολουθεί τα αισθητικά στεγανά που πολλές φορές βάζουν στις κυκλοφορίες τους τέτοιες εταιρίες. Και μπορεί ο δίσκος να είναι φτιαγμένος κυρίως με ηλεκτρονικά όργανα, εν τούτοις είναι αληθινά δύσκολο να καθορίσεις με ακρίβεια τον υφολογικό του χάρτη. Ακόμη κι αν φλερτάρει έντονα με τις μεγάλες σχολές της ηλεκτρονικής μουσικής, ψήγματα του post punk και post rock και post pop και post noise ήχου είναι διάσπαρτα στα 11 τραγούδια του, απαρτίζοντας ένα συμπαγές και αδιάσπαστο τοίχο από ελκυστικούς και θα ‘λεγες πρωτόγνωρους, παρότι γνώριμους, ήχους. Ο Δημήτρης Σαντζιλιώτης που κρύβεται πίσω από το project των Bellerophone έχει σπουδάσει sound design στη Σκωτία, κι αυτό τουλάχιστον δείχνει ότι ξέρει αφενός πολύ καλά τι κάνει, αφετέρου κάνει πολύ καλά αυτό που ξέρει, να παίρνει δηλαδή ήχους και να ανοίγει νέους κόσμους μέσα στα στενά τους όρια. Συνθέτοντας κομμάτια με μικρά σωματίδια από νότες, μας τυλίγει με ένα πέπλο από ήχους που τους νοιώθεις σαν μεταξωτό ύφασμα στο δέρμα σου, σαν έναν μελωδικό λόξυγκα που στήνεις αυτί να μην χάσεις, σαν μια μηχανή που δεν επαναλαμβάνει δεύτερη φορά την ίδια αδιάκοπη παλινδρομική της κίνηση. Πρόκειται με άλλα λόγια για ποπ μουσική που παρεκτρέπεται σε πειραματικές διαδρομές και για electronica που αγωνιά να μην χάσει την άμεση επαφή με το σφυγμό του μελωδικά ευαισθητοποιημένου ακροατή.Και τα καταφέρνει, όπως θα τα κατάφερναν οι Broadcast αν έπαιρναν τον Mark Bell να τους κάνει την παραγωγή, ή όπως κάνουν θαύματα ο David Sylvian με τον Fennesz κάθε φορά που βρίσκονται μαζί στο στούντιο. Αλλά δεν βλέπω τελικά το λόγο να κάνουμε ξανά αναφορές σε ονόματα που μας έρχονται απ’ έξω. Το “11 Songs For Polaroids And Playmobils” (ο τίτλος αποτελεί αναφορά στο concept του εξωφύλλου, που δημιουργήθηκε ταυτόχρονα με την ηχογράφηση του δίσκου) είναι μια πέρα για πέρα απολαυστική δουλειά, με τον ίδιο τρόπο που ήταν απολαυστικές και απρόβλεπτες οι δουλειές της DIY περιόδου της δεκαετίας του ’80 (ακούστε το “The Play Dream” που κλείνει το άλμπουμ και θα θυμηθείτε πολλά…), από έναν ανήσυχο μουσικό που απευθύνεται σε εξίσου ανήσυχους ακροατές. Οπωσδήποτε αξίζει απόλυτα την προσοχή σας.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured