Ο Στάθης Δρογώσης, έπειτα απο την διάλυση του συγκροτήματος «Τα Φώτα που σβήνουν», κάνει μια νέα αρχή και αποφασίζει να εκτεθεί με το δικό του πρόσωπο και τις δικές του μελωδικές πλάτες. «Ο Χειμώνας Δε θα ρθεί» δεν αποτελεί νέα αρχή μόνο δισκογραφικά, αλλά εκφράζει γενικότερα το συναίσθημα αυτής, σε κάθε στιγμή της συγκεκριμένης δουλειάς. Τα περισσότερα τραγούδια, στιχουργικά αλλά και μελωδικά, καταθέτουν, δίχως φόβο, ένα προσωπικό απολογισμό, ένα παρελθοντικό ξεκαθάρισμα, και την ανάγκη των επόμενων στιγμών στα οποία ο καθένας μας βρίσκει δικές του αναφορές. Ο ήχος του δε μπορεί να καταταχθεί σε κάποιο συγκεκριμένο είδος απόλυτα, είναι απλά δικός του, τον γεμίζει και συνάμα γίνεται αναγνωρίσιμος, αφήνοντας και τις επιρροές του να συμβάλουν (Μια απο τις πολλές είναι και ο Μανώλης Φάμελος, ο οποίος ανέλαβε και την παραγωγή του δίσκου). Ο Στάθης Δρογώσης ανήκει στην πολύ νέα γενιά τραγουδοποιών, που ναι μεν πατάει στους δρόμους παλαιότερων αλλά γίνεται πολύ πιο σύχρονος, ξεχωριστός και εξελίσσει αυτό το «κίνημα» (των τραγουδοποιών). Δε γίνεται γραφικός, υποστηρίζει τις ιστορίες και τις ιδέες της γενίας του και του παρόντος (και όχι των προηγούμενων γενιών, όπως πολλοί τραγουδοποιοί επιμένουν να κάνουν) βρίσκει το δικό του ηχόχρωμα, το δουλεύει ως μουσικός, το ντύνει με τις ιστορίες του και το εκφράζει με τη δική του φωνή. Οι μελωδίες του δεν ακούγονται πολύπλοκες, δεν βαραίνουν, δεν «μιλούν» με στόμφο και δεν προσπαθούν να αποδείξουν τη μεγαλοσύνη της μουσικής σύνθεσης. Οι μελώδίες και οι μουσικές του, στις οποίες πρωταγωνιστεί το πιάνο, παραμένουν απλές, με ενορχήστρωση ιδανική, συνυπάρχουν με το στίχο και ηχούν σχεδόν μαγευτικά καθ’ολη την ακρόαση του cd. Ούτε και οι στίχοι του γίνονται δύσκολοι και ακατανόητοι. Οι λέξεις περιγράφουν μικρές, προσωπικές και καθημερινές ιστορίες που μέσα απο αυτές, κάποιες στιγμές, ξεπηδούν κάποια προσωπικά συμπεράσματα, απλές παραδοχές και εκφράσεις των όσων δε μπόρεσαν να ειπωθούν ή απλά δε βρίσκουν τον τρόπο ή τον χρόνο. Κάθε τραγούδι είναι και μια ξεχωριστή ιστορία, κάποιο πρόσωπο, πότε γκρίζο πότε γεμάτο χρώματα. Το «Βιαστικό Πουλί του Νότου» είναι το κομμάτι που έκανε πιο γνωστό το δίσκο στο ευρύ κοινό, μιας και συμμετέχει ο Γιάννης Κότσιρας. Σωστή κίνηση και εμπορικά αλλά και απο την άποψη, ότι δίνεται η ευκαιρία στον συγκεκριμένο καλλιτέχνη να ξαναβρεθεί μουσικά στα πρώτα του βήματα, που κατά τη γνώμη μου ήταν και τα καλύτερά του. Επίσης, μέσα στα πρωτότυπα τραγούδια της δουλειάς αυτής, ξεχωρίζει η διασκευή του «Ήρθες Αργά», με σύγχρονο άκουσμα, που δε χάνει το συναίσθημα της πρώτης εκτέλεσης (βοηθά και ο τρόπος που του φέρεται ο Δρογώσης απ’όλες τις απόψεις) και τη γιαγιά του να το τραγουδά a capella στην εισαγωγή. Υπάρχουν πολλές ιστορίες, που δίνουν τα δικά τους ηχοχρώματα, η «Λήδα», η «Μολυβένια Αυγή» (στην οποία μιλά για τους μετανάστες με ένα τρόπο γλυκό και όχι κατηγορηματικό προς την κοινωνία – λέγε με γραφικό και μίζερο), το «Ένα σπίτι στην Αθήνα» και άλλα αρκετά, που δε μπορείς αντικειμενικά να ξεχωρίσεις. Είναι απλά σαν ένα βιβλίο με μικρά διηγήματα, το ίδιο καλογραμμένα, σε σωστή μορφή και ποσότητα, που σχεδιάζουν στο μυαλό σου άπειρες εικόνες και ακολουθούν μια βασική ιδέα, ένα τίτλο. Εσύ απλά επιλέγεις την ιστορία που ο εαυτός σου θα γίνει ο ήρωά της. Ο «Χειμώνας Δε θα ρθεί» δεν έχει τις τρελές εκπλήξεις ή τις απίστευτες επιτυχίες. Η μεγάλη αξία του έγκειται στο γεγονός οτι όλα όσα συμβάλουν σε αυτόν υπάρχουν ισόποσα και αρμονικά και όλα αυτά λειτουργούν βάση μιας ιδέας, βάση μιας νέας αρχής (και αυτό γίνεται απολύτως αισθητό). Έχει προσωπικότητα και ψυχή απλά... Και επειδή αυτό το κομμάτι χαρακτηρίζει με τον καλύτερο τρόπο το δίσκο αλλά κάπου εκεί βρέθηκα και γω (απο μένα).... Πέρασαν χρόνια μια βραδιά βρήκα τη Λήδα μουσε μια θλιμμένη γειτονιά, παλιά παγίδα μουΤα σύννεφα ήταν χαμηλά όμως δεν έβρεχεΌπως εκείνη τη φορά μακριά μου που έφευγεΗ Λήδα ρωτάει τι κάνω. Ακόμα χάνω. Πού έφτασες εσύ; Εγώ είμαι ακόμα στην αρχή.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured