Ο Μιχάλης Χατζηγιάννης είναι μια sui generis για τα ελληνικά δεδομένα περίπτωση, ίσως ο μοναδικός pop star που έχει τη μερίδα του λέοντος στον έλεγχο κάθε δουλειάς του, αναλαμβάνοντας κάθε φορά και μεγαλύτερο συμμετοχικό κομμάτι. Σε ηλικία 25 ετών έχει ήδη στην πλάτη του δύο άλμπουμ εν Ελλάδι και μια σειρά από singles εδώ, χωρίς να συνοπολογίσουμε τις δισκογραφικές δουλειές του στην Κύπρο. Αλλά εκτός από κύριο αφεντικό κι εκτελεστής της δουλειάς του, έχει βρει σιγά σιγά συνεργάτες - πραγματικούς συνοδοιπόρους στο πνεύμα της αισθητικής που θέλει να περάσει. Μια αισθητική πλέον κατασταλλαγμένη στα όρια της mainstream pop της περασμένης δεκαετίας, αλλά με δομή και φιλοσοφία που θυμίζει έντονα τη συνταγή της επιτυχίας των Roxette στα τέλη των 80s. Σύγχρονα στοιχεία, άπειρες ώρες δουλειάς στο στούντιο, ξενύχτια (στα στενά ελληνικά όρια του star system που επιμένει να σε ξεζουμίζει με συναυλίες) και μαζί radio friendly κιθάρες, όλα "στρογγυλοποιημένα" και απολύτως ποπ. Κι αν στο soundtrack του Ρ20 είχαμε εκφράσει κάποιες επιφυλάξεις, εδώ δεν μπορούμε παρά να πούμε ένα μπράβο για τη δουλειά που έχει γίνει. Αυτό δε που μας αρέσει είναι ότι ο ίδιος δείχνει να ακούει μουσική και να έχει αίσθηση της επίπονης διαδικασίας με την οποία βγαίνει ένας δίσκος εκτός Ελλάδος, κάτι που σαφώς δεν συμβαίνει με την πλειοψηφία της υπόλοιπης σκηνής, κι από τις δύο λεγόμενες "όχθεις".Βέβαια, τον τροχό δεν τον ανακαλύπτει. Πολλώ δε μάλλον σε ένα άλμπουμ από το οποίο είτε περιμένουν πολλά από αυτόν, είτε είναι έτοιμοι να χλευάσουν για την διαφαινόμενη πιο λαϊκή στροφή του. Ο Μιχάλης Χατζηγιάννης απλώς δείχνει να παίζει. Όπως έπαιξε λίγο με το λαϊκό πρωτύτερα, έτσι παίζει ακόμα και με grunge κιθάρες πλέον (έστω και με "ραδιοφωνικό" κάλυμμα στην παραγωγή) ή R&B ρυθμούς, προσπαθώντας να αποδώσει φρέσκια όψη στο ίδιο ποπ περιεχόμενο κι αποφεύγοντας στο νήμα τους σκοπέλους μιας ασύνδετης δουλειάς. Η παραγωγή εδώ έχει στάμπα (χαρακτηρισμός που μόνο σ' εκείνες του Coti K. και του Φοίβου μπορούμε να αποδώσουμε, καθώς για την ελληνική δισκογραφία όπως έχω πολλάκις επισημάνει ο όρος παραγωγή καλύπτεται από τον ενορχηστρωτή και ουσιαστικά αποδίδεται στην δισκογραφική εταιρία) και προσωπικότητα. Η παραγωγή κάνει τα πάντα να μοιάζουν αφομοιωμένα εντός της προσωπικής αυτής αισθητικής. Τα εύσημα γι' αυτό θα πρέπει να αποδώσουμε τόσο στον ίδιο, όσο και στο γνωστό ύποπτο Soumka που έκανε και τη μίξη για άλλη μια φορά. Ο τελευταίος, γνωστός στην ελληνική δισκογραφία, όχι μόνο από τo programming και τα στουντιακά κόλπα στις δουλειές του Χατζηγιάννη, αλλά και για μια σειρά από τα λεγόμενα dance mix επιτυχιών, που κατακλύζουν τα καλοκαιρινά μπιτοσκυλάδικα, εδώ πραγματικά βρίσκεται στο στοιχείο του, φτιάχνοντας το κατάλληλο δίδυμο με τον Χατζηγιάννη.Η τρίτη της παρέας είναι η Ελεάνα Βραχάλη που γράφει τους στίχους. Εν αντιθέσει με το "Κρυφό Φιλί", όπου ακόμα και στον τομέα της μουσικής υπήρχαν διαφορετικοί συντελεστές, και στους στίχους βρίσκαμε τέσσερα ονόματα, στην "Ακατάλληλη σκηνή", οι ρόλοι είναι πιο ξεκαθαρισμένοι. Κι ο στίχος ήταν πάντα η λύδια λίθος των τραγουδιών του Χατζηγιάννη προκειμένου να φτάσει στις καρδιές τόσων fans. Οι πρώτες παράπλευρες απώλειες (αλλά και η συνεκτική ομορφιά παράλληλα) έρχονται με την "συγκέντρωση" της θεματικής σ'ενα απλοϊκό, αλλά γνήσιο και βιωματικό συναισθηματισμό που αντανακλά τα τερτίπια του έρωτα. Με εξαίρεση κάποιους ελαφρώς βεβιασμένους στίχους που μάλλον σε προσχολικής ηλικίας άτομα απευθύνονται ("Κρυφά σ'ενα στενό, είδα αυτό που ευχόμουν να μην το δώ / εσύ με άλλον μαζί, μοιάζει εικόνα αστεία και τραγική") και κάποιες χαρούμενες εκλάμψεις που οδηγούνται περισσότερο από την ξεσηκωτική μουσική, εδώ παρουσιάζει μια στιχουργική που είναι πλήρης λυπηρών αναμνήσεων από χαμένους έρωτες και στην εξέλιξή της απλώς μελαγχολική για τις προσδοκίες τους. Πίσω από την ελαφρύτητα ύφους και περιεχομένου που μπορεί να διακρίνει κανείς όντας συνηθισμένος σε πιο βαθυστόχαστες και λεξιπλαστικές στιχουργικές, κρύβονται λέξεις φωτιά, πιασάρικες φράσεις που όμως μοιάζουν να ξεκινούν από προσωπικά βιώματα. Το ίδιο θα μου πείτε κάνει (κι εμπορεύεται) ο Γιώργος Θεοφάνους, μα εδώ γίνεται σαφώς πιο έξυπνα ώστε να μη μοιάζει φτηνό, και σαφώς πιο ευρηματικά. Δεν πεθαίνει κανείς, δε μαχαιρώνεται, διακρίνει κανείς μια ηρεμία και μια σειρά από ανθρώπινες αδυναμίες, στην πορεία της αμφίπλευρης διαδρομής εντός κι εκτός έρωτα. Διακρίνουμε μικρές, διακριτικές "τσιμπιές", όπως το "Μη με ονειρευτείς, μη ρωτάς αν ζω, να μη μ'αγαπάς, αν δεν είσ' εδώ", το "είσαι ένα κόσμημα της λύπης" ή το "μετράω τους ερωτές μου ... με ποιον έγινα ένα, για ποιον έχασα εμένα", ή το "εγώ που σ' αγαπώ μα δε σε είχα, σωπαίνω εδώ, σε άλλη αγκαλιά, σε χέρια ξένα, σε ποιον να πω, αυτά που θα 'λεγα σε σένα" (το οποίο είναι παρεμπιπτόντως κι ένα υπέροχο λαϊκό τραγούδι που κρύβεται καλά εδώ κάτω από το ημι-μπιτάκι) και το "εγώ σ'ευχαριστώ που κολυμπάω στο βυθό σου, σαν κύμα φτάνω ως το λαιμό σου / Εγώ σ'ευχαριστώ και ας πνιγώ για το καλό σου"... Όλο το project τελικά φλερτάρει με την εφηβική ερωτική αφέλεια που όλοι μας δείχνουμε να κρύβουμε, σαν να προήλθε από τρεις ανθρώπους - λάτρεις μιας δικής τους, απλής και ρομαντικής αίσθησης περί μουσικής που ναι μεν απευθύνεται σε πολλούς, αλλά κυρίως φτάνει να αρέσει στους ίδιους. Να λυτρώνει την ίδια την Ελεάνα κάθε νέο τετράστιχο - "κατηγορώ" και αντιστοίχως να ευχαριστεί μέσα από τη διαρκή κούραση και τους συντελεστές του μουσικού μέρους. Σίγουρα η "ακατάλληλη σκηνή" δεν είναι ότι πιο πρωτότυπο έχουμε ακούσει μουσικά. Για παράδειγμα το "Κρυφά" αποτίνει φόρο τιμής στο "Listen to your heart" των Roxette (για να το πούμε ευγενικά), όπως όμως θα την έκαναν εν έτει 2004 οι Backstreet Boys στο επερχόμενο άλμπουμ τους. Το "Που είναι η αγάπη", επίσης, είναι μια μεστή και δραματική μπαλλάντα με άφθονα έγχορδα (στοιχείο που βρίσκουμε επίσης εν αφθονία εδώ, όχι όμως από πραγματική ορχήστρα) που δεν είναι μουσικά τίποτα άλλο από μία επανάληψη του "Το Σ'αγαπώ". Σε κάποιες στιγμές το άλμπουμ ξεφεύγει σε πιο φθηνά κόλπα, όπως τα πολυφορεμένα vocoders με κιθάρες, που μας φέρνει περισσότερο σε Ρουβά, αλλά και πάλι βρίσκεται το σημείο της διαφοράς που είναι η σωστή και διακριτική χρήση του ακορντεόν. Μάλιστα ακόμα πιο εύστοχη χρήση του γίνεται στο επόμενο κομμάτι στο μελαγχολικό downtempo "Σ'εψαξα, σ'εχασα" που το συνδυάζει με ηλεκτρονικά στοιχεία (στο μυαλό οι Gotan Project) κι έγχορδα, ενώ πολύ καλή είναι και ιδέα του "Κόσμημα της λύπης" που θυμίζει τις πιο σύγχρονες παραγωγές του Trevor Horn.. Όλα αυτά όμως είναι πραγματικά λεπτομέρειες, αν τις θέσουμε στα πλαίσια της διεθνούς mainstream ποπ φόρμας (έστω και με τις πιο rock αυτή τη φορά αναφορές της) που διεθνώς αναμασάει τις ίδιες μελωδίες και είναι αφόρητα βαρετή. Και δεν είναι ευχάριστο αυτό να το κάνει ένας συμπατριώτης μας;H τρίτη δουλειά του Μιχάλη Χατζηγιάννη διατηρεί την άποψή μας περί sui generis περιπτώσεως κι επιβάλλεται με το σπαθί της σ'ενα απαιτητικό κοινό. Όλα τα κομμάτια είναι καταδικασμένα να ακουστούν παντού, να γίνουν διαφημίσεις, να κάνουν κόσμο και κοσμάκη να δακρύζει στα καλά καθούμενα και κυριολεκτικά από όλο αυτό το σκυλολόι που γράφει τραγούδια σε μικρότερη διάρκεια από όσο κρατούν στο δίσκο, ή τους φτιαγμένους τραγουδιστές ή ακόμη και τους δήθεν ψαγμένους τραγουδοποιούς που επιδίδονται σε στιχοπλοκίες άνευ ουσίας που δεν μας λένε τίποτα για τη ζωή μας, ο Μιχάλης Χατζηγιάννης αξίζει να βρίσκεται εκεί. Ο ίδιος ο δημιουργός και τραγουδιστής μοιάζει παιδί που ζει κυριολεκτικά για την καριέρα του και πλέον δεν αφήνει να πέσει τίποτα κάτω. Μόνη ένσταση (αν και όχι μουσική) είναι η έπαρση που διακρίναμε στην πρόσφατη συνέντευξή του στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, δικαιολογημένη εκ των επιθέσεων που δέχεται για τη μετάβασή του στο φυσικό του χώρο, αυτόν της ποπ, αλλά μέχρι ενός σημείου. Είναι δείγμα άμυνας να προβάλλεις την απέχθειά σου για ένα ολόκληρο είδος που κι εσύ εν μέρει έχεις υπηρετήσει στο παρελθόν (το έντεχνο), αλλά και το γεγονός ότι δεν έχεις ανάγκη κανέναν πλέον και είσαι και ο ιθύνων νους των πάντων που αφορούν την καριέρα σου. Λίγη σεμνότητα όμως δεν έβλαψε ποτέ κανέναν...

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured