Ο Πέτρος Συνοδινός δεν μας συστήνεται τώρα. Πρωτοπαρουσιάστηκε στη δισκογραφία το 1988 με το συγκρότημα Καρέτα Καρέτα και το ομώνυμο άλμπουμ τους, συμμετείχε στο δίσκο "Κορμοράνος" του Κώστα Στρατηγόπουλου (1991), κυκλοφόρησε άλλο ένα άλμπουμ με τους "Καρέτα Καρέτα" ("Εκτός Προγράμματος, 1992) και 7 χρόνια πριν μας έδωσε την πρώτη του προσωπική δισκογραφική κατάθεση. Μάλλον, λοιπόν, δεν θα έπρεπε να χαρακτηρίσουμε το νέο του βήμα 'follow-up' στην προηγούμενη δουλειά, καθώς το διάστημα που απέχουν είναι αρκετά μεγάλο. Τα δύο πρώτα τραγούδια του άλμπουμ μας δίνουν και το αισθητικό του στίγμα. Το 'Εμένα μου Φτάνει' μοντάρει τη φάνκυ ποπ στις κιθάρες των Πυξ Λαξ, ενώ ο 'Ο χρησμός του Τειρεσία' μας δείχνει σαφώς την κατεύθυνση στην οποία κινείται το άλμπουμ: Μια αλληλουχία κιθαριστικών μελωδιών και ατμοσφαιρικών σύνθι, βγαλμένα άλλοτε από την ποπ, όπως την αντιλαμβάνεται ο Μανώλης Φάμελλος, άλλοτε από το συνταγαλόγιο της μπαλλάντας, κι άλλοτε από την πρώτη και τελευταία περίοδο των Πυξ Λαξ (την λαχταριστή ακόμη και σήμερα αθωότητα του 'Ζορικοί Καιροί' και τη μιζέρια των τελευταίων δίσκων), χωρίς όμως τη στείρα 'μαυρίλα' και το γλυκανάλατο πλέον 'αδιέξοδο' των τελευταίων. Είναι πολλές φορές αισιόδοξα και ταξιδιάρικα.Το πρόβλημα με τον Πέτρο Συνοδινό δεν είναι ότι δεν διαθέτει μελωδίες: Τα 'Στιγμές', 'Σε μια ταινία', 'Της μοναξιάς τα Σάββατα', είναι έτοιμα για το ποπ ραδιόφωνο με έντεχνα άλλοθι, τα "χρυσά μαλλιά της Βερενίκης" με το ηλεκτρικό κοντραμπάσο και τη noir ατμόσφαιρα κλείνουν κατά το καλύτερο τρόπο το άλμπουμ, ενώ η προσωπική, μπαλλαντιέρική του στιγμή ("Συμπτώσεις", που είναι και η πιο ζεστή και ταξιδιάρικη και πονεμένα φιλόξενη για όσους κυνηγούν τον καλό τους εαυτό) είναι αρκούντως αξιόλογη. Κι ερμηνευτικά είναι αξιοπρεπής και η δουλειά και συνθετικά επαρκής και κάποια σκόρπια πλαστικά synth, μαζί με τον περιττό ηλεκτρισμό, τα λαμβάνουμε ως πταίσματα. Το πρόβλημα είναι ότι αυτός ο δίσκος είναι απλά αξιοπρεπής, συγκεκριμένου αισθητικού προσανατολισμού, χωρίς τη στιγμιαία ανάφλεξη, το τίναγμα, τον ήχο ή τον στίχο που θα τρυπώσει στη σάρκα μας. Περνά, μας αγγίζει, μας χαϊδέυει και φεύγει το ίδιο αθόρυβα. Κι έτσι, μπορεί να μην μας ενοχλεί (ευχαρίστως θα τον παρακολουθούσαμε και ζωντανά), αλλά κατά την ταπεινή μας γνώμη δεν διαθέτει το στοιχείο που θα μας αναγκάσει να τον βγάλουμε από τη δισκοθήκη μας, όταν τον τοποθετήσουμε.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured