Δεν μπορείς παρά να χαρείς με τη γενική ασχολία για τα καθ’ ημάς όσον αφορά στο χώρο του κινηματογράφου, η οποία προέρχεται από μία ταινία που επιτέλους μας βγάζει από τη μιζέρια της προχειρότητας. Η Πολίτικη Κουζίνα όμως δεν είναι μια ταινία προσεγμένη από την αρχή ως το τέλος, φτιαγμένη με επαγγελματικά standards και πρωτότυπη. Είναι μια ταινία βαθύτατα ποιητική και το κυριότερο: Ένα σημαντικό μέρος της γλυκόπικρης, λυρικής, νοσταλγικής, ως και μελώ ορισμένες φορές αίσθησης που αφήνει στον ακροατή το οφείλει στη μουσική της, που -θα το πούμε κι ας μοιάζει κοινότοπο- τη συνοδεύει όχι μόνο άριστα, μα και στέκεται ταυτόχρονα αυτόνομα. Στην ταινία ο Τάσος Μπουλμέτης σκιαγραφεί δύο διαφορετικούς πολιτισμούς που συνθέτονται και συγκρούονται, ξεκινώντας από την δεκαετία του 1920 και τις Τουρκικές μαζικές απελάσεις εκαντάδων χιλιάδων Ελλήνων από την Πόλη και αλλού. Αφορμή αποτελεί το κοινό στοιχείο της καθημερινότητάς μας ως λαοί, η αγάπη για τη μαγειρική και την γενικότερη επιρροή της. Η Ευανθία Ρεμπούτσικα από την πλευρά της, μια συνθέτρια έτσι κι αλλιώς άκρως "κινηματογραφική" όπως λέμε (θυμηθείτε τις "Μικρές Ιστορίες"), πιάνει από το αυτί τους δύο πολιτισμούς, τους βάζει κοντά και τους χαρίζει την απαραίτητη για τις ανάγκες της μεγάλης οθόνης, συμφωνική χροιά. Όχι ότι ανακαλύπτει τον τροχό, δεν είναι η πρώτη, ούτε η τελευταία που άφησε ή θα αφήσει τη δική της παρακαταθήκη στο μπλέξιμο Ανατολής και Δύσης, συμφωνικού και παραδοσιακών οργάνων. Το κάνει όμως με ένα τρόπο που για πρώτη ίσως φορά σε αφήνει αδιάφορο για το πως, το γιατί, το τι. Η διακριτικότητά της, η έμφυτη λυρικότητα κι αισθαντικότητα δεν της δημιουργούν κανένα άγχος να μπλέξει τα πάντα χωρίς νόημα, δεν υπάρχει κάποιος πειραματισμός για να το ξεκαθαρίσουμε από την αρχή, αλλά ούτε και κάτι που μας είναι απόλυτα γνώριμο, στο μέγεθος που μας δίνεται εδώ. Οι μουσικές διαδέχονται η μία την άλλη με απίστευτη συνοχή, είτε πρόκειται για πιανιστικά θέματα που φέρνουν στο μυαλό τον Philip Glass, είτε για ήχους που ακούμε από την Πόλη, ακριβώς όπως έκαναν με μεγαλύτερη βέβαια τόλμη οι Βόσπορος και Mode Plagal, αλλά με λιγότερες ποσότητες ατμοσφαιρικότητας, είτε πρόκειται για το αλά Πλέσσας χασάπικο που βρίσκουμε εδώ, που αγγίζει το τέλειο ακόμα και στην ερμηνεία της (θα το ξέρετε φυσικά!) Νατάσας Θεοδωρίδου (απίστευτο κι όμως αληθινό). Κι αλλού αφήνει το μινιμαλισμό στην άκρη χάριν ενός λυτρωτικού πλουραλισμού που γεμίζει κυριολεκτικά τα ηχεία και τα αυτιά μας και προσθέτει στο κατάλληλο σημείο της συγκινήσεις, όπως ακριβώς συμβαίνει και με την ταινία. Στην Πόλη μας περιμένουν η πολίτικη λύρα, το νέϊ, το ούτι, στην Αθήνα μας περιμένουν καθαρά πιανιστικά θέματα που αποπνέουν και σημαίνουν νοσταλγία, προσμονή (π.χ. την άφιξη του παππού, τα γράμματα, τα οποία συνδέονται στο μυαλό μας με το παρελθόν με το μοναδικό πιανιστικό θέμα από τότε, το χορό της Αϊσέ). Η έντονη συγκίνηση, το σμίξιμο ξανά με το παρελθόν, η επιστροφή έχει για συντροφιά τη συμφωνική ορχήστρα της Βουλγαρικής Ραδιοφωνίας υπό τη διεύθυνση του Boris Spassov, που βάζει μια ελαφρά μυρωδιά από τα μπαχαρικά της Ανατολής με διακριτικά βαλμένα όργανα, μέσα στο ατμοσφαιρικό σκηνικό. Χωρίς να αδικούμε την Ευανθία Ρεμπούτσικα, η οποία μας παρέδωσε κορυφαία δουλειά, ο Brian Hughes, παραγωγός της Loreena McKennit, έκανε τα δικά του θαύματα στη μίξη των κομματιών. Τελειώνουμε μ' ένα μπράβο σε όλους τους συντελεστές (που είναι πολλοί και σημαντικοί) γι' αυτό το κομψοτέχνημα για την ελληνική μουσική. Δυστυχώς, το cd κυκλοφορεί από μία νεοσύστατη εταιρία, αγνώστων στοιχείων και μάλλον ελλιπούς ενδιαφέροντος για την προώθησή του, γι' αυτό κι αγκομαχεί κανείς να βρεί (αρκετό καιρό μετά την κυκλοφορία του) μια κριτική σε μουσικό έντυπο ή site ή έστω ένα Δελτίο Τύπου. Είναι κρίμα όμως γιατί έχει στα χέρια της ό,τι καλύτερο ακούσαμε τα τελευταία χρόνια από το μέτωπο των soundtracks. Ευτυχώς που υπάρχει η δυναμική της ταινίας...

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured