Άτιμο πράγμα η ανάληψη ευθύνης. Οι ψυχολόγοι θέτουν ως ζητούμενο αυτοβελτίωσης την υπευθυνότητα, οι πολιτικοί επιμελώς αποφεύγουν το seppuku ως πρέπουσα στάση, οι εργοδότες ζυγίζουν δυσανάλογα τις απαιτήσεις προς τα κάτω, οι στραβοί παρκαδόροι τα βάζουν με το δρόμο, οι ανεπαρκείς μάστορες ρίχνουν το κρίμα στο manual του IKEA. Πάντοτε προκρίνεται η άφεση των προσωπικών αμαρτιών, κάτι που ομολογουμένως δεν έκαναν οι Black Keys στην περίπτωση του νέου τους δίσκου, εφόσον έβαλαν φαρδιά πλατιά την υπογραφή τους. Κάλλιστα θα μπορούσαν να πουν “The Black Keys & Beck Presents: Ohio Players”. Και αυτοί θα καθάριζαν κι εμείς θα βρίσκαμε το ιδανικό εξιλαστήριο θύμα στο πρόσωπο του συμπαθούς Καλιφορνέζου.
Έχουν περάσει τρεις μέρες με το Ohio Players σε επαναλήψεις, με τα nah-nah-nah-nah, τα woo-ooh-oh, την εμφάνιση του Noel Gallagher -μα και του Leon Michels- στο “On The Game” (τους βλέπουμε και στη συνέχεια), με τον Beck πανταχού παρόντα, με όλα αυτά τα συστατικά που αφήνουν την αίσθηση πως ο Greg Cartwright των Reigning Sound δεν κατόρθωσε να επαναφέρει την όποια garage τάξη, με το καθετί να συνηγορεί στο πως παραφλώρεψε το δίδυμο στο 12ο studio LP του. Για το ενδεχόμενο να μοιάζει διεκπεραιωτικά αγοραία η μέχρι τώρα τοποθέτηση για τα 14 τραγούδια που απαρτίζουν το LP των Black Keys, δε θα αποποιηθώ την ευθύνη. Μέσα στα επαναλαμβανόμενα hey-yeah και τη διάχυτη ελαφρότητα πάνω στις πλάτες του Hansen, κατέστη σαφές πως ούτε υπάρχει λόγος να πλατιάσω και να ντύσω με περιττές εκφράσεις ένα δίσκο που τελικά απέχει απ’ ότι γειτνιάζει με την ψυχή του group, για ένα mainstream κατασκεύασμα που στήθηκε με τα πιο επισφαλή συγκολλητικά υλικά για τα διάσπαρτα Beck και Black Keys μέρη.
Εστιάζω σ’ ένα πολύ συγκεκριμένο παράδειγμα. Στο “Candy and Her Friends”, τη μοναδική στιγμή που οι Auerbach και Carney είναι ορθώς μονάχοι τους στο δημιουργικό κομμάτι, ο Lil Noid ανασύρει επιτυχημένα την Blakroc παρακαταθήκη τους. Αντίθετα, στο “Paper Crown” που επιχειρούν ακριβώς το ίδιο, η εμπλοκή των Beck και Juicy J. είναι η αιτία που χαλάει η μανέστρα. Επιγραμματικά, στο σκέλος του δίσκου όπου φωλιάζει το όποιο ενδιαφέρον, ακολουθεί το “I Forgot To Be Your Lover”, διασκευή μεν του κομματιού που οι περισσότεροι γνωρίζουμε από την ερμηνεία του William Bell, μα και λειτουργικό ως υπενθύμιση του ύφους αυτού που λίγο έως πολύ έχει ταυτοποιηθεί ως Black Keys ήχος. Με το “Please Me (Till I’m Satisfied)” συνεχίζουν σε παλιακό pattern, ώσπου ακολουθεί το “You’ll Pay” όπου τα ινία παίρνει ο Leon αντί του Noel, κι αρχίζει εκ νέου το μπέρδεμα. Με βεβαιότητα, τουλάχιστον 4/5 συνθέσεις θα αγκαλιαστούν από τα ανώδυνα ερτζιανά μας, τούτο όμως δεν ισοδυναμεί με δισκογράφημα αντάξιο της Black Keys διαδρομής.
Βρισκόμαστε στο παρά τρία, κι ο Cartwright, συμπράττει στο “Read Em And Weep”, μιαν ύστατη καλοστεκούμενη ροκενρολάδικη ιδέα. Δεν υπονοώ το παλιομοδίτικο ως ζητούμενο για τους Black Keys. Όταν όμως κλείνεις το δίσκο με ένα κομμάτι που τιτλοφορείς ως “Every Time You Leave” και είναι στην ουσία το “That’s All” των Genesis, ή στραβός είναι ο γιαλός ή στραβά αρμενίζουμε. Άσε που τώρα που το ξανασκέφτομαι, πιο πολύ μου μοιάζει με το δημοφιλές “Popcorn” του Gershon Kingsley…