Το ζητούμενο: Περιγράψτε μας το πού βρίσκεστε σήμερα σε 10 λέξεις.
O Damon Albarn:
“I fucked up, I’m not the first to do it”
Οι στίχοι που ακούγονται στην ικανή να πορώσει ακαριαία κάθε Blur fan ανά τον πλανήτη εισαγωγή του “St. Charles Square”, δεύτερο single από το νέο ένατο album των Blur (και μοναδικό «γκαζωμένο» κομμάτι του tracklist), συνοψίζουν το κλίμα που επικρατεί στα 36, μόλις, λεπτά ολόκληρου του δίσκου: ο Damon Albarn αναλογίζεται, αναθεωρεί, διαπιστώνει, καταγράφει.
«Στα 50 τους, οι Blur επανενώνονται και ξαναγράφουν το “Country House”, αυτή τη φορά από την οπτική του ιδιοκτήτη», το Pitchfork πετυχαίνει διάνα. Ο Albarn έχει αφήσει το Λονδίνο, βρίσκει θαλπωρή πια στο σπίτι του στην εξοχή ("I'm fixtures and fittings now"), μα εξακολουθεί να σχολιάζει το χθες και το σήμερα με τον ίδιο κυνισμό που κάποτε αποκήρυξε τον σύγχρονο τρόπο ζωής χαρακτηρίζοντάς τον «για τα σκουπίδια».
"Cause every generation has its gilded posers"
Τα χρόνια βέβαια έχουν περάσει, κανένας τους δεν αντιλαμβάνεται και δεν βιώνει πια τα πράγματα όπως τα αντιλαμβάνονταν και τα βίωνε στα 90s, μα οι Blur εξακολουθούν να αξιολογούν το συλλογικό παρόν με οξυδέρκεια και η Μ.Βρετανία εξακολουθεί να τους λατρεύει.
Το ημερολόγιο λέει 2023 και οι Blur στις 8 και 9 Ιουλίου είναι να εμφανιστούν για πρώτη φορά στο Wembley Stadium, headliners ξανά, από το 2015. Παράλληλα, έχει ανακοινωθεί η κυκλοφορία νέου δίσκου, η μπάντα έχει εμφανιστεί σε διάφορα ευρωπαϊκά φεστιβάλ (συμπεριλαμβανομένου του Primavera στη Βαρκελώνη), ενώ όλα τα μέλη του γκρουπ έχουν πρόσφατα ολοκληρώσει διάφορα side projects τους (o Graham Coxon με τους WAEVE, o Dave Rowntree ένα σόλο άλμπουμ, ο Damon Albarn με τους Gorillaz, o Alex James με τα… τυριά του) Το BBC Radio και σύσσωμος ο βρετανικός μουσικός τύπος στηρίζουν το comeback για μήνες, το πρώτο single “Narcissist” παίζει παντού και το κοινό καταλήγει να το οικειοποιηθεί σε τέτοιο βαθμό, που όταν τελικά ακούγεται στο encore της συναυλίας στο Wembley (ανάμεσα στο “Tender” και το “Universal”), όλο το στάδιο τραγουδά τους στίχους σε χορωδιακό singalong, λες και γνώριζε αυτό το (βαθειά υπαρξιακό) κομμάτι από πάντα:
“I'ma shine a light in your eyes (in your eyes)
You'll probably shine it back on me
But I won't fall this time
With Godspeed, I'll heed the signs”
Κοινό και μουσικοκριτικοί τους απωθεώνουν, τα φωτογραφικά στιγμιότυπα από τη συναυλία γίνονται viral στα social, οι τέσσερις 50άρηδες φορούν στυλάτα outfits, δίνουν συνεντεύξεις και ποζάρουν για τα media και (πώς γίνεται) δείχνουν πιο cool και πιο γοητευτικοί από ποτέ.
“I just looked into my life
And all I saw was that you're not coming back”
Ο δίσκος ανοίγει με θλίψη (“The Ballad”). Το κομμάτι είναι αφιερωμένο στον Darren, τον Darren του τίτλου, τον Darren “Smoggy” Evans, επί χρόνια συνεργάτη και security της μπάντας (που για 25 χρόνια επέμενε πως ο Albarn έπρεπε να τελειώσει αυτό το τραγούδι), τον “average Darren”, στερεοτυπικό Βρετανό της διπλανής πόρτας, τον ίδιο τον Damon: “Oh, can't you see when the ballad comes for you, it comes like me?” Ξανά έκδηλη η πρόθεση του δίσκου. Εξάλλου ο ίδιος τον περιγράφει ως “aftershock record” (μετατραυματικό), τραγούδια που γράφτηκαν σε δωμάτια ξενοδοχείων, μετά από πανδημία, προσωπικές απώλειες, χωρισμούς, θανάτους αγαπημένων συνοδοιπόρων και συνεργατών όπως ο Tony Allen, ο Bobby Womack ή επί χρόνια tour manager της μπάντας Craig Duffy.
Στο ακαριαίως οικείο “Barbaric” δημιουργείται άλλη μια ευκαιρία για singalong: “I have lost the feeling that I thought I'd never lose / Now where am I going? / At what cost, the feeling that I thought I'd never lose / It is barbaric”.
Στο «γκράντε» ρεφρέν του “Avalon” η υπαρξιακή ένταση δυναμώνει: “Then I overdo my dose and I don't even know I'm here anymore”, στο τελευταίο κομμάτι “The Heights” στο άκουσμα του στίχου “Seeing through the coma in our lives / Something so bright out there, you can't even see it / Are we running out of time?” το κλίμα είναι πια βαρύ -το τραγούδι καταλήγει σε ένα λεπτό θορυβώδους κιθαριστικού distortion και τελειώνει απότομα, σαν να το καταπίνει η μαύρη τρύπα της ανυπαρξίας.
Όσοι προσπαθούν ακόμα να ξεπεράσουν (ή ζηλεύουν αφόρητα) το αδιανόητο setlist που παρουσιάζουν οι Blur στην περιοδεία τους φέτος το καλοκαίρι, και στο The Ballad of Darren αναζητούσαν άλλο ένα massive hit, κατά πάσα πιθανότητα θα βρουν το άλμπουμ παράταιρα καταθλιπτικό, άνευρο και slow. Η αλήθεια είναι όμως πως οι Blur του σήμερα, όσο κι αν δεν έχουν καμία διάθεση να αποκηρύξουν τα hits του παρελθόντος (και είναι προς τιμήν τους αυτό) κι όσο κι αν δείχνουν να αγαπούν το ότι βρίσκονται ακόμα στην επικαιρότητα και ικανοποιούν στο έπακρο τους fans τους, δεν είναι πια παιδιά, έχουν διαφορετικά ζητήματα να διαχειριστούν και μεγάλες απώλειες να «τακτοποιήσουν» εντός τους. Δηλώνουν παρόντες, παραμένουν δημιουργικοί μαζί αλλά και χώρια, κι έφτιαξαν αυτόν τον δίσκο όχι για να αναβιώσουν το Britpop παρελθόν τους αλλά για να μοιραστούν μαζί μας το πού στα αλήθεια βρίσκονται εν έτει 2023. Οι Blur -σε αντίθεση με τους Oasis, που και μόνο από τους εμμονικούς με τους αδελφούς Gallagher τίτλους των tabloids να κρίνει κανείς, δεν ωρίμασαν ποτέ- δεν σκοπεύουν ποτέ να μας εγκαταλείψουν, μα θέλουν να γνωρίζουμε πως έχουν μεγαλώσει. Πόσο όμορφα έχουν μεγαλώσει.