Το τρίτο άλμπουμ της λονδρέζικης πεντάδας “Food For Worms” ισοδυναμεί με αλλαγή και ηχητική ωρίμανση, αλλά χρειάζονται πολλές και προσεκτικές ακροάσεις για να κατανοήσεις πλήρως τα σημεία που αυτός ο δίσκος διαφέρει σε σχέση με τους προκάτοχούς του. Στο opening track, “Fingers Of Steel” ο Charlie Steen ανάμεσα στα άτακτα drums και στις νοσταλγικές κιθάρες των early 90s, αποδομεί -με μια αίσθηση απόλυτης αυτεπίγνωσης- το ανικανοποίητο της ψυχής (“You're complaining a lot / About the things that you got given / You know you're wasting away / There's a sun outside but you don't see it”) θυμίζοντας μας πως πρέπει να αφεθούμε στο ρυθμό της ζωής χωρίς να αναζητούμε διαρκώς μια πλασματική τελειότητα που δεν υπάρχει. Η μελαγχολική διάθεση που δεσπόζει εδώ εμφανίζεται και σε άλλα σημεία του άλμπουμ, φανερώνοντας μια διαφορετική πρόκληση που έθεσαν τα μέλη της μπάντας στον εαυτό τους. Απ’ τα οργισμένα φωνητικά, το κλειστοφοβικό χάος και την εσωτερική μάχη με την απομόνωση του Drunk Tank Pink, το Food For Worms , ξεφεύγοντας πια από το μοτίβο της ενδοσκόπησης, του χαμένου ρομαντισμού και της ανυπόφορης μοναξιάς βρίσκει τους Shame να αγκαλιάζουν με αυτοπεποίθηση τις αδυναμίες τους, να αγαπούν, να νοιάζονται και να συμπονούν, επιδεικνύοντας συναισθηματική ωριμότητα και πνευματική ετοιμότητα.
Φυσικά δε θα μπορούσε να εκλείψει ο χειμαρρώδης χαρακτήρας και η post-punk ορμή που εμπότισε την ηχητική ταυτότητα της μπάντας από τις απαρχές της, στοιχεία τα οποία συναντούμε σε αφθονία στο “Six-Pack”, ένα κομμάτι το οποίο ουρλιάζει “Shame”, γεμάτο φρενήρεις κιθάρες, psych γκρούβες και τη θεατρικότητα στη φωνή του Steen να εκτοξεύουν τη φαντασία σου στον ξεσηκωτικό πανικό των live τους. Ακούγοντας αυτό το κομμάτι, οριακά βλέπεις μπροστά σου τον Steen να κρέμεται ιδρωμένος και μισόγυμνος στα κάγκελα κάποιου υπόγειου venue φωνάζοντας, ή να περνάει με crowd surfing πάνω από τα κεφάλια ανυποψίαστων θεατών.
Ακόμη και στις πιο υποτονικές στιγμές του Food For Worms, όπως το “Burning By Design”, διακρίνεται ένα αδιαπέραστο στρώμα λεπτότητας και λεπτομέρειας. Μετατοπίζεται γρήγορα από τη νωχέλεια στη δράση, με αποκορύφωμα έναν καταιγισμό μελωδικών στίχων, συγκρουσιακών κιθαρών και τύμπανων αλλά και αχαλίνωτων φωνητικών, καταλήγοντας σε ένα εμφατικό κλείσιμο.
Ηχογραφημένο ζωντανά στο στούντιο σε διάστημα μόλις δύο εβδομάδων, κατά τη διάρκεια πολλών live εμφανίσεων του συγκροτήματος σε ευρωπαϊκά φεστιβάλ, υπό τη μαεστρική παραγωγή του Flood ο οποίος καταφέρνει και αποτυπώνει με απόλυτη ακρίβεια το θορυβώδες πνεύμα και το «βρώμικο» ταπεραμέντο των Shame, το Food For Worms ασκεί κριτική στα ανθρώπινα πάθη και ελαττώματα, με σκοπό να φτάσει έτσι στην αποδοχή και την αυτοφροντίδα, απαιτώντας από τον ακροατή να κάνει το ίδιο. Το “Aderall”, -προσωπικό highlight του δίσκου, ως μια ωδή στην αληθινή φιλία- θυμίζει τις ακομπλεξάριστες λυρικές παρορμήσεις των The Velvet Underground και κουμπώνει απόλυτα με την παραπάνω παραδοχή της ατέλειας. Συνοδευόμενο από ένα άκρως τεταμένο chorus, σπαρακτικές μπασογραμμές -αφού εδώ ο Steen κλέβει λίγη απ’ τη δόξα του μπασίστα Josh Finerty επινοώντας μια δική του μουσική οπτική- αλλά και αφιλτράριστα φωνητικά γεμάτα ορμή και συμπόνοια, λειτουργεί ως στενός παρατηρητής ενός φίλου ο οποίος βασίζεται σε συνταγογραφούμενα φάρμακα για να νιώσει ευφορία και γαλήνη (εξού και το όνομα). Ωθώντας τον ήχο τους σε νέα τροχιά, με τον Steen να ξεχνά την πλέον φημισμένη spoken word τεχνική του και να αναδεικνύει ανά διαστήματα τις πραγματικές δυνατότητες της χροιάς του, το κομμάτι αυτό μας υπενθυμίζει πως η αγνή αγάπη δεν είναι από μόνη της επαρκής για να ξεπεραστούν τα πάντα.
Η καινούρια αυτή προσωπικότητα που προβάλλει η μπάντα διανθίζει τον δίσκο με πολλές εναλλαγές, εκπλήξεις και αντιθέσεις. Στο σύνολό του, το φρέσκο αυτό πόνημα προσδίδει αντιστοίχως μια φρεσκάδα στον ήχο των Shame, σηματοδοτώντας την απομάκρυνση από την αρχική τους ταυτότητα και καταλήγοντας σε έναν αρκετά πιο προσωπικό χαρακτήρα. Δανειζόμενοι στοιχεία από διαφορετικές επιρροές, αυτή τη φορά καταφέρνουν να δημιουργήσουν ένα επιτυχημένο μουσικό κοκτέιλ, όπου η ευθραυστότητα του alt indie αναμειγνύεται με τη βρωμιά του post-punk, δίνοντας την αίσθηση πως οι Shame έχουν πλέον αναγνωρίσει σε μεγάλο βαθμό τα πλεονεκτήματά τους.