Χρειάζεται το rock τους Måneskin; Η ύπαρξή τους ωφελεί το είδος ή του κάνει ζημιά;
Αυτοί είναι οι προβληματισμοί που προκύπτουν ακούγοντας το τρίτο άλμπουμ των Ιταλών και πρώτο που κυκλοφορεί μετά τη σαρωτική τους νίκη στη Eurovision του 2021. Μια νίκη η οποία τους έβαλε μέσα σε εκατοντάδες εκατομμύρια σπίτια όχι μόνο για μια βραδιά, όπως γίνεται συνήθως, αλλά τους εξασφάλισε εντυπωσιακή επιτυχία η οποία κρατάει μέχρι και σήμερα, γεγονός σπάνιο για τα δεδομένα του διαγωνισμού και τη συνήθη πορεία των νικητών του.
Οφείλουμε να ξεκινήσουμε με μια παραδοχή: κανένας από εμάς που, λιγότερο ή περισσότερο, έχουμε ασχοληθεί με το rock και έχουμε φτάσει σε ένα άλφα βάθος, δεν ξεκίνησε από τον David Byrne, τους King Crimson ή τους Swans. Ούτε καν από τους Beatles ή τους Stones. Ενδεχομένως να υπήρχαν classic rock αναφορές στα παιδικά μας χρόνια χάρη στη δισκοθήκη των γονιών μας (στις οποίες επιστρέψαμε αργότερα ως ενήλικες), ωστόσο εκείνο το κρίσιμο, πρώτο-πρώτο rock ερέθισμα στα προεφηβικά ή πρώτα εφηβικά χρόνια, όταν και καθορίζονται εν πολλοίς τα μουσικά γούστα, ήρθε από αλλού. Για εμάς τους millennials ήρθε με μπάντες σαν τους Peppers, τους Placebo ή ακόμα και τους Evanescence, για την πρώτη φουρνιά της Gen Z ήρθε με τους Arctic Monkeys του AM ή τους Black Keys του El Camino.
Ε λοιπόν, για την οπισθοφυλακή των zoomers, το υποσύνολο, δηλαδή, που γεννήθηκε κάπου μεταξύ 2006 και 2011, αυτό το rock ερέθισμα μπορεί και να ήρθε τη βραδιά της Eurovision, όταν Damiano David και οι υπόλοιποι Måneskin παρουσίασαν το συμπαθητικό “Zitty e buoni”, υποστηριζόμενο από ένα εκπληκτικό performance, αλλά και ένα στήσιμο και styling που μιλούσε τη γλώσσα της γενιάς τους. Ή μπορεί να ήρθε και από την κακόηχη (μα απίστευτα επιτυχημένη) διασκευή του “Beggin’”, η οποία μέχρι και σήμερα κατακλύζει τα ραδιόφωνα.
Σε μια χρονική συγκυρία που βρίσκει το rock, στα περίπου 70 χρόνια της ύπαρξής του, πιο αποδυναμωμένο από ποτέ σε ό,τι αφορά τη δυείσδυσή του στις νέες ηλικίες, είναι αυτονόητη η σημασία των ονομάτων εκείνων που καταφέρνουν να το συστήσουν σε τόσο πλατύ κοινό και μάλιστα να το ξανακάνουν... trending. Με την προϋπόθεση, όμως, ότι οι νεαροί αυτοί ακροατές θα περπατήσουν το «έξτρα μίλι» και θα ψάξουν να ανακαλύψουν τι άλλο έχει να τους προσφέρει το είδος.
Κι εδώ ακριβώς είναι το σήμειο όπου το κείμενο αυτό θα αρχίσει να θυμίζει δισκοκριτική: ο νέος δίσκος των Måneskin, όπως και κάθε προηγούμενός τους, δεν είναι καλός. Καθόλου καλός μάλιστα. Ο τρόπος που οι Ιταλοί αντιλαμβάνονται το rock εν γένει είναι τόσο πρωτοεπίπεδος, που μόνο ως εγχειρίδιο εισαγωγής στο rock για αρχάριους μπορεί να εκληφθεί. Τα 17 κομμάτια (τι ακατανόητη αυτοπεποίθηση κι αυτή!) του δίσκου συνιστούν μια παρέλαση από μουσικά και στιχουργικά κλισέ, ένα ρεσιτάλ προβλεψιμότητας, ρηχότητας, δηθενιάς και εντέλει ανίας -δικής τους και δικής μας.
Στο “BLA BLA BLA”, ένα από τα πλέον αποκρουστικά κομμάτια του δίσκου, με λίγη καλή θέληση μπορείς να προσπεράσεις την απλοϊκότητα της σύνθεσης και το τετριμμένο των riffs, αλλά είναι αδύνατο να καταπιείς cringey στίχους όπως το “And ha-ha-ha-ha-ha-ha-ha / I wanna fuck, let's get to my spot / But I'm too drunk and I can't get hard / Ha-ha-ha-ha-ha-ha-hard” ή το “So fu-fu-fu-fu-fu-fuck you / All my friends, they were right about you / You are so basic and you've got stupid tattoos / So fu-fu-fu-fu-fu-fuck you again”.
Δεν είναι όμως το “BLA BLA BLA” το μόνο προβληματικό κομμάτι του δίσκου. Το “SUPERMODEL” σου δίνει την αίσθηση ότι το έχεις ακούσει άλλες 99 φορές από διαφορετικά σχήματα. Το “TIMEZONE” ηχεί ως κακή απομίμηση του “Happier Than Ever” της Billie Eilish. Το “MAMMAMIA” (το πιάσατε το ιταλικό reference, ετσι;) φύτρωσε εκεί που έφτυσαν οι Monkeys του “Old Yellow Bricks”. Το “THE LONELIEST” φέρνει σε My Chemical Romance του γλυκού νερού και καταλήγει σε ένα από τα πιο αμήχανα κιθαριστικα solo της ηχογραφημένης rock. Το ανυπόφορο “KOOL KIDS” σε κάνει να λυπάσαι για τα λάθος αυτιά στα οποία έφτασε το punk των Idles. To wannabe-White-Stripes “FEEL” προκαλεί νευρικό γέλιο με την πλαστικοποιημένη, ντεμέκ αλητεία του “Cocaine is on the table / Don't care, we're rebel rebels” -αναφορά στο πολυσυζητημένο στιγμιότυπο από τη βραδιά της Eurovision, για όσους θυμούνται.
Δεν είναι και τα 17 κομμάτια του RUSH! εξίσου ανεπαρκή. Υπάρχουν ορισμένες τίμιες προσπάθειες, που στέκουν ως ισχνή μειονότητα ανάμεσα στον γενικότερο Αρμαγεδδώνα του δίσκου. Το “LA FINE” καταφέρνει να χτίσει ένα ευχάριστο τρίλεπτο αξιοποιώντας σωστά τα βασικά δομικά υλικά του rock, με παιχνιδιάρικη εκφορά των φράσεων, έυστοχη χρήση των άρσεων, ωραίες κλιμακώσεις και εναλλαγές και -το βασικότερο- χωρίς γραφικότητες. Είναι από τις λίγες στιγμές που σε κάνουν να νιώθεις ότι η μπάντα παίζει κάπως πιο σοβαρά, αποπνέοντας κάτι από τη φλόγα του αξιοπρεπούς “Zitty e buoni”. Και τα εναρκτήρια “OWN MY MIND” και “GOSSIP” (με τη συμμετοχή του Tom Morello) όμως διασώζονται από το ναυάγιο -όχι ως έργα τέχνης, αλλά ως «άκακες» συνθέσεις που μένουν στο μυαλό χωρίς να προσβάλλουν την αισθητική ή τη νοημοσύνη κανενός.
Η συνολική εικόνα του δίσκου, όμως, είναι κακή, έως πολύ κακή. Είναι κρίμα για τους Måneskin που επέλεξαν να χαραμίσουν το momentum της προβολής του 2021 σε φθηνό queerbaiting και μαρκετίστικες γελοιότητες, αντί να επενδύσουν τον χρόνο και το όποιο απόθεμα της δημιουργικότητάς τους για να παράξουν ουσιαστική μουσική. Στον βαθμό που συστήνουν το rock σε φρέσκα αυτιά στα 2020s, η παρουσία τους είναι καλοδεχούμενη. Πρέπει, όμως, να δείξουν πολύ περισσότερα για να πείσουν και ακροατές που έχουν προ πολλού αποχωριστεί τα σιδεράκια τους.