Η αποτίμηση ενός δίσκου Metallica, μετά από 40 χρόνια καριέρας είναι μια δύσκολη κατάσταση, όπου το συναίσθημα και η λογική συγκρούονται σφοδρά, όμως είναι μια δεδομένη κατάσταση που έχουμε περάσει με όλους τους metal και rock ήρωες τα τελευταία 15 χρόνια, όπου τοποθετείται η εκκίνηση μιας σχετικής συνθετικής κάμψης. Προφανώς και υπάρχουν λαμπερές εκλάμψεις και εξαιρέσεις (ποιος μπορεί να ξεχάσει το Firepower των Judas Priest;;;) όμως κατά γενική ομολογία, όλα αυτά τα συγκροτήματα που έχτισαν το metal οικοδόμημα κυκλοφορούν δίσκους που στοχεύουν πιο πολύ στην νοσταλγία των οπαδών τους, παρά στην ανακάλυψη νέων περιοχών έμπνευσης. Ευτυχώς, τόσο οι Maiden όσο και οι Metallica προσπαθούν να δώσουν νέες επαφές με concept ή προσωπικά βιώματα και τα αποτελέσματα είναι ειλικρινείς καλλιτεχνικές καταθέσεις με αρκετές άνω τελείες ως προς την συνολική ποιότητα του υλικού.
Τo 72 Seasons συνεχίζει από εκεί που σταμάτησαν οι Metallica με το Hardwired... to Self-Destruct, με αυτό να σημαίνει πως δεν έχουν εντοπιστεί σημαντικές διαφορές στο ύφος των συνθέσεων. Thrashy κιθάρες, mid-tempo ρυθμοί σχεδόν σε ολόκληρο το υλικό, τυπικές Hetfield φωνητικές γραμμές σε όλα τα τραγούδια, τα κλασικά wah wah solos του Hammet, τα ταμπουρο-breaks του Lars, όλα τα στοιχεία που περιμέναμε βρίσκονται εδώ, για να μας θυμίσουν πως το Black Album ή το Load ήταν άκρως πετυχημένες συνταγές που μπορούν να αναπαραχθούν και να συνδυαστούν με πολλούς και διάφορους τρόπους, ώστε να ικανοποιήσουν τους πολυάριθμους fans του γκρουπ.
Η δυναμική στις κιθάρες είναι πανταχού παρούσα και με τον ήχο να βοηθά σημαντικά στην αίσθηση, σε όλα τα τραγούδια του δίσκου βρίσκεις τον εαυτό σου να προσπαθεί να ακολουθήσει τα riff, τις μελωδικές δεύτερες κιθάρες, τα solos. Εάν ο ακροατής αναζητεί ιδέες αντάξιες της full thrash throttle περιόδου που οι Metallica κυκλοφορούσαν τα Master of Puppets ή Ride the Lightning, σίγουρα δεν θα ανταμειφθεί ούτε στο ελάχιστο, μιας και ό,τι ακούγεται στο album είναι αρκετά πιο hard rock oriented (Sabbath, Lizzy κτλ), προσεγγίζοντας τον τρόπο που υιοθέτησαν πολύ αργότερα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η σύνθεση που κλείνει το tracklisting, το σχεδόν ενδεκάλεπτο "Inamorata", που θα μπορούσαμε να το περιγράψουμε σαν το νέο "The Outlaw Torn".
Εάν πρέπει να επικεντρωθούμε σε μια από τις μονάδες των Metallica, τότε ο James Hetfield χωρίς καμία αμφιβολία είναι ο κεντρικός χαρακτήρας, ίσως του πιο προσωπικού δίσκου που κυκλοφόρησαν ποτέ οι Αμερικανοί, μετά την ψυχοθεραπεία του St.Anger. Με τα προβλήματα από τις καταχρήσεις να χτυπούν πρόσφατα και για πολλοστή φορά την πόρτα του, ο Hetfield καταθέτει στίχους και μουσική που ξορκίζουν δαίμονες που τον παιδεύουν εδώ και δεκαετίες. Τραγούδια όπως τα "72 Seasons", "Screaming Suicide" και "Sleepwalk My Life Away" αποδίδουν μια αντιπροσωπευτική εικόνα για τους σκοτεινούς στίχους που συνοδεύουν όλες τις συνθέσεις του άλμπουμ. Αντίστοιχα, δυστυχώς δεν εντόπισα την αντίστοιχη ατμόσφαιρα που θα έπρεπε να υπάρχει ανάμεσα στις αλλεπάληλες αλληλουχίες με riff. Η απουσία μελωδικών περασμάτων είναι το μεγάλο αρνητικό του δίσκου, αφού το υλικό δεν μπορεί να αναπνεύσει, με συνέπεια να δίνει μια έντονη εντύπωση πως ακούς συνέχεια μια ενιαία σύνθεση ή συρραφή με riff και γκρουβάτα, heavy rock σημεία.
Εκεί που δεν υπάρχει απολύτως καμία ένσταση, είναι ο τομέας: παραγωγή. Ενώ στους προηγούμενους 3 δίσκους, υπήρχε η αίσθηση πως κάτι είχε πάει λάθος (St.Anger, Death Magnetic) ή είχαν γίνει βιαστικές ηχογραφήσεις (Hardwired), στο 72 Seasons η ομάδα που επιμελήθηκε τον ήχο έκανε την καλύτερη δυνατή δουλειά, με το αποτέλεσμα να συναρπάζει. Σχεδόν νιώθεις τις κιθάρες να παίζουν δίπλα σου, ενώ και η βοήθεια που έχει δοθεί στην φωνή του Hetfield, δίνει την αίσθηση στον ακροατή πως ο θρυλικός frontman ερμηνεύει ζωντανά τα τραγούδια. Όσοι αρέσκονται να ακούν μουσική για το fidelity του θέματος αλλά και για τις πιο σύγχρονες τεχνολογικές εξελίξεις στον τομέα της ηχογράφησης, σίγουρα θα βρουν εδώ αρκετά πράγματα να εξετάσουν. Κάτι που θυμάμαι πως είχε γίνει εκτενώς με την παραγωγή του Bob Rock στο Black Album.
Το 11ο album των Metallica ήταν μια αναμενόμενα ικανοποιητική κυκλοφορία, που ίσως θα θέλαμε να έχει περισσότερα από 2-3 εξαιρετικά τραγούδια ("Lux Aeterna", "Room of Mirrors", "Crown of Barbed Wire"). Το υλικό των Metallica αξιολογείται δίκαια στις live εμφανίσεις του γκρουπ και η δυναμική του δίσκου θα κριθεί εν καιρώ από τις εκατοντάδες χιλιάδες κόσμου που θα πληρώσουν ένα υψηλό αντίτιμο για να βρεθούν κοντά στην αγαπημένη τους μπάντα. Όμως ως τμήμα μιας πολιτιστικής κληρονομιάς ισάξιας με ένα από τα σημαντικότερα παρακλάδια της rock, το 72 Seasons πέρασε και δεν ακούμπησε και σίγουρα μετά από πολλά πολλά χρόνια δεν θα μνημονεύεται σαν ένα από τα highlight της καριέρας της σημαντικότερης metal μπάντας.