Οι Murder Capital, συνεχίζουν το ταξίδι ενδοσκόπησης που είχαν ξεκινήσει με την κυκλοφορία του ντεμπούτου τους When I Have Fears το 2019, με μια διαφορετική προσέγγιση αρκετά πιο φιλήσυχη, ήρεμη και στοχαστική θα έλεγε κανείς. Το Gigi’s Recovery παρουσιάζεται ως ένα πόνημα βαθιά προσωπικό που μπορεί εύκολα να παραλληλιστεί με έναν επιτυχημένο ή και όχι (ο καθένας διαλέγει την ερμηνεία του) κύκλο θεραπείας, το πρώτο στάδιο του οποίου είναι η αναγνώριση του τραύματος, έπειτα η αποδοχή του και τελικώς η επούλωσή του που οδηγεί πια στην ανάρρωση.
Η μελαγχολική διάθεση, η τιμωρητική στάση κι ο ανέλπιδος υπαρξιακός μονόλογος δεσπόζουν σε αυτό το άλμπουμ, με μόνη έκλαμψη αισιοδοξίας τη στιγμή που το “Only Good Things” μπαίνει στο παιχνίδι, αποπνέοντας ένα ερωτικό συναίσθημα κι επαναφέροντας στο επίκεντρο αυτές τις χαμένες πεταλούδες στο στομάχι που σου προκαλεί ένας νεόφερτος, φρέσκος έρωτας. H μεγαλύτερη δύναμη των Ιρλανδών να εμποτίζουν τα κομμάτια τους με περίσσεια ειλικρίνεια, κάποιες φορές γίνεται και η αδυναμία τους.
Ο δίσκος εμπεριέχει κάποια δυναμικά momentum και αξιόλογες μεμονωμένες συλλήψεις, όπως το άκρως συναισθηματικά φορτισμένο “Ethel” που μιλά πιθανώς σε κάποιον εραστή που βρίσκει τον εαυτό του στριμωγμένο και μπερδεμένο από την ορμή μιας ανεκπλήρωτης αγάπης, ή το “The Lie Becomes The Self” ένα κομμάτι που ενσαρκώνει φαινομενικά όλα όσα θέλει να πετύχει να είναι το άλμπουμ, περνώντας από φάσεις δημιουργίας και πτώσης, παράγοντας έναν υπνωτιστικό ήχο και επαναπροσδιορίζοντας πλήρως την τυπική δομή ενός τραγουδιού. Ξεχωρίζει ακόμη, η τρυφερή και ταυτόχρονα ζοφερή μπαλάντα “Belonging” που περιλούζεται με τα «πονεμένα» φωνητικά του McGovern, ωστόσο το Gigi’s Recovery στο σύνολό του, δεν μοιάζει με ένα ξεκάθαρο κι ολοκληρωμένο έργο με αρχή, μέση και τέλος, σε αντίθεση με το ντεμπούτο της μπάντας.
Οι Murder Capital χαράσσουν μια νέα προοπτική στον ήχο τους κι απαγκιστρώνονται από την καυστική και χειμαρρώδη post-punk πνοή του πρώτου τους album. Φανερώνοντας μια έντονη διάθεση πειραματισμού με πιο μελαγχολικούς τόνους αλλά και μία ανάγκη επικοινωνίας με βαθύτερες πτυχές του εαυτού τους, παραδίδουν έναν δίσκο που έχει ως κύριο στόχο του να προκαλέσει ταύτιση και βαθιά συγκίνηση. Άλλοτε το πετυχαίνει, άλλοτε πάλι όχι. Ανά στιγμές αισθάνεσαι ότι αναζητάς ένα παραμφερές “More Is Less” ή ένα εξίσου ορμητικό “Green & Blue” που όμως δεν εμφανίζονται.
Ίσως εδώ, τα μέλη της μπάντας να χάθηκαν κάπου ανάμεσα στη «βιαστική» αναγκαιότητα για μια νέα δημιουργία που θα έχει πράγματι κάτι να πει και στη διάθεση επαναπροσδιορισμού της μουσικής τους. Ίσως πάλι, η παρούσα πηγή έμπνευσης να μην ήταν τόσο επιδραστική όσο η ξαφνική απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου από αυτοχειρία (When I Have Fears) κι έτσι το τελικό αποτέλεσμα να μην ισοδυναμεί με την πραγματική υπόσταση των ατομικών βιωμάτων ή εν πάσει περιπτώσει αυτών των μηνυμάτων που θέλουν να προωθήσουν. Έχω την αίσθηση ότι σε αυτή τη δεύτερή τους δισκογραφική δουλειά θέλησαν να βαδίσουν σε παρόμοια μονοπάτια με αυτά των Fontaines D.C., επιθυμώντας να αγγίξουν και να ευαισθητοποιήσουν μέσα από ενδοσκοπικές συνθέσεις και θεματικές, αλλά δεν κατόρθωσαν να μας συμπαρασύρουν στο εκατό τοις εκατό μαζί τους. Σε κάθε περίπτωση χρειάζεται παραπάνω χρόνος για να κατανοήσουμε το που ακριβώς θέλουν να φτάσουν, κι επειδή η μουσική δεν επιδέχεται φειδώ, θα τους τον δώσουμε.