Όταν είχα πρωτοακούσει Dry Cleaning, τον Απρίλιο του 2021 που βγήκε το New Long Leg (και τελικά έφτασε μέχρι το Νο4 του UK chart και βρέθηκε σε όλες μα όλες τις λίστες με τα καλύτερα της περσινής χρονιάς) είχα γράψει κάπου: «Ο ήχος τους είναι δείκτης coolness. Αν περπατούσα, βράδυ, σε μια γειτονιά που δε γνώριζα καλά κι άκουγα σ'ένα μπαρ να παίζει Dry Cleaning, δεν θα το σκεφτόμουν δευτερόλεπτο, θα έμπαινα μέσα ακόμα και ολομόναχη και θα έπινα ένα ποτό στη μπάρα.»
Η απαθής εκφορά των στίχων, η αλλόκοτη κοψιά της Florence Shaw, οι μια post-πάνκικες/μια νωχελικές κιθάρες, οι mood-setting μπασογραμμές, η αφηγηματική ερμηνεία, αυτό το ποζέρικο, ακατάδεκτο, μπλαζέ ύφος των κομματιών είναι αδύνατο να μην το ξεχωρίσεις, κι ακόμα κι αν δεν συμφωνεί με την αισθητική σου, είναι αδύνατον να μην το προσέξεις.
Στο δεύτερο «δύσκολο» άλμπουμ, η μπάντα από το Νότιο Λονδίνο καταφέρνει ξανά να τραβήξει την προσοχή μας, αφενός με αυτό το ανεκδιήγητο εξώφυλλο, αφετέρου με εναρκτήρια ατάκα την φανταστικά ρητορική ερώτηση: “Should I propose friendship?” Μικρή εισαγωγή, τέσσερις λέξεις στη σειρά και καταλαβαίνει αμέσως κανείς την ιδιαιτερότητα της ερμηνείας, την ειρωνική πρόθεση των στίχων, το “deadpan” χιούμορ ως ιδιοσυγκρασία, μα και την αλλαγή στη μουσική κατεύθυνση του δίσκου, αφού ο ήχος της μπάντας δεν συνεχίζεται ακριβώς από εκεί που είχε μείνει: σε αυτό το πρώτο ambient jazz track το πιο χαρακτηριστικό όργανο είναι ένα κλαρινέτο.
Απομονώστε τη μουσική του “Kwenchy Cups” και θα νομίζετε ότι ακούτε The Cure. Απομονώστε τους στίχους και θα ανακαλύψετε το επόμενo ερωτικό σας ραβασάκι “I'd love to hold you across the middle and be your shoulder bag” ή πώς να αποχωρήσετε από έξαλλη συνομιλία σε chat: “I don't give a fuck, dick face”. Ξαφνιαστείτε με τη συνειδητοποίηση ότι ένα από τα πιο πιασάρικα κομμάτια του δίσκο ("Gary Ashby”) μιλάει για μια χελώνα. Κολλήστε με τα ψυχεδελικά τερτίπια, το ανατολίτικο riff και τις σαξοφωνικές παρεμβάσεις του έξοχου “Hot Penny Day” (is it still OK to call you my disco pickle?") Στήστε αυτί για να βγάλετε άκρη από τους απολύτως σουρεάλ στίχους του “Stumpwork”: “I thought I saw a young couple clinging to a round baby / but it was a bundle of trash and food”. Φανταστείτε να ακούτε live το «χιτάκι» του δίσκου “Don’t Press Me” και να σφυρίζει το κοινό στο ρεφρέν.
Από εκεί και μετά, οι τόνοι πέφτουν, τρία τραγούδια μένουν, το ένα πιο απαιτητικό από το άλλο, αν έχετε ήδη παραδοθεί στα ξόρκια της Florence Shaw απλά αφεθείτε στο τριπάρισμα και οι ξεκούρδιστες χορδές του "No Decent Shoes For Rain" και του “Icebergs” θα σας φανούν ό,τι πιο φυσιολογικό.
Το Stumpwork (η λέξη αναφέρεται σε ένα είδος κεντήματος παρεμπιπτόντως) αυτή τη στιγμή, εδώ και αρκετές εβδομάδες βρίσκεται στην κορυφή του anydecentmusic (online aggregator που συγκεντρώνει δισκοκριτικές και κατατάσσει τους δίσκους της χρονιάς βάσει βαθμολογίας). Θα ήταν υπερβολή να εκλάβει κανείς την διάκριση αυτή ως απόλυτη: ακόμα και αν επιφανείς μουσικογραφιάδες με ροπή στον εκλεκτισμό απεφάνθησαν πως αυτός είναι ο δίσκος της χρονιάς, το κατασκεύασμα των Dry Cleaning δεν παύει να είναι ένα ιδιότυπο ηχητικό μόρφωμα που μπορεί αρχικά, ως πειραματικό, να συναρπάσει, αλλά μετά από πολλαπλές ακροάσεις ηχεί αρκετά μονότονο και flat. Αυτό που είναι σε μένα τουλάχιστον ξεκάθαρο, μετά από δύο άλμπουμ, είναι πως οι Dry Cleaning έχουν δική τους μοναδική και ιδιάζουσα ταυτότητα. Το αν θα καταφέρουν, επαναλαμβάνοντας συνεχώς το ίδιο «τρικ», να αφήσουν αποτύπωμα σε βάθος χρόνου είναι υπό εξέταση.