Συνέπεια: αυτή η λέξη χαρακτηρίζει τους Built To Spill από την εποχή που έκαναν τα πρώτα τους βήματα, πριν από 30 χρόνια, στην πόλη Boise του Idaho, μέχρι σήμερα∙ από το πρώτο τους album Ultimate Alternative Wavers (1993, στην ανεξάρτητη C/Z), που κυριολεκτικά έσκασε από το πουθενά, έως το φετινό When the Wind Forgets Your Name (στην Sub Pop).
Μεσολάβησαν άλλα επτά album υψηλών αξιώσεων, τα There's Nothing Wrong with Love (1994), Perfect from Now On (1997), Keep It Like a Secret (1999), Ancient Melodies of the Future (2001), You in Reverse (2006), There Is No Enemy (2009), Untethered Moon (2015), όλα στην πολυεθνική Warner ή την θυγατρική της Up, τα οποία, πέρα από την αδιαμφισβήτητη καλλιτεχνική τους αξία, ανέβασαν τους Built To Spill στις πιο ψηλές θέσεις των κολεγιακών chart, ακόμα και στο επίσημο chart του Billboard. Δίπλα σ΄ αυτά, ας προστεθεί και το κάπως πιο ιδιαίτερο και εσωστρεφές Built to Spill Plays the Songs of Daniel Johnston (Ernest Jenning Record Co., 2020), στο οποίο τίμησαν τις συνθέσεις του παραγνωρισμένου αυτού δημιουργού.
Ακούγοντας κανείς τους παραπάνω δίσκους, μπορεί να διακρίνει μια εκλεκτική post core αισθητική του, που οφείλει μεν πολλά στον Neil Young και τους Crazy Horse, στους Pixies και το lo fi, αλλά και στις κιθαριστικές επελάσεις του J. Mascis, όμως τελικά παράγει έναν ήχο χαρακτηριστικό, που γίνεται αμέσως αναγνωρίσιμος και στην πρoμετωπίδα γράφει Built To Spill.
Όλα αυτά τα χρόνια οι Built To Spill ουδέποτε είχαν σταθερή σύνθεση. Τα πάντα περιστρέφονται γύρω από τον χαρισματικό κιθαρίστα, τραγουδιστή και συνθέτη Doug Martsch, ενώ τα υπόλοιπα μέλη εναλλάσσονται διαρκώς. Αυτή τη στιγμή η σύνθεση της μπάντας περιλαμβάνει ακόμα τους Lê Almeida (τύμπανα, διάφορα κρουστά), João Casaes (μπάσο) και Josh Lewis (ηλεκτρικό πιάνο). Αυτή η σύνθεση ηχογράφησε το When the Wind Forgets Your Name.
Το album ανοίγει με το υπέροχο “Fool’s Gold”, αφήγηση in media res, ξεκινώντας από το ρεφρέν, και όταν οι κιθάρες πιάνουν δουλειά, νομίζεις ότι πρόκειται για το χαμένο κομμάτι του “On the Beach” του Neil Young ενώ οι στίχοι χτυπάνε κατευθείαν στην καρδιά: “No matter What The Say/I’m Gonna Break My Heart Someday”. Ακολουθεί το “Understood”, με κιθάρες α λα Dinosaur Jr., μπαλαντζάρει ανάμεσα στη μελωδία και τον θόρυβο και έχει ένα τόσο κολλητικό ρεφρέν, που σίγουρα θα πιάσεις τον εαυτό σου να το σιγοτραγουδά σε ανύποπτη στιγμή.
Τι mid-tempo “Elements” εισάγεται με μια παρατεταμένη κιθαριστική μελωδία, που δεν θα ήταν παράταιρη στον Johnny Marr, ενώ προς τη μέση το ηλεκτρικό πιάνο σκορπίζει λυρικά ηχοχρώματα. Το “Rocksteady”, από την άλλη, έχει στακάτο ρυθμό, ο Martsch περισσότερο συλλαβίζει παρά τραγουδά (συμβατικά), καλό κομμάτι, όχι όμως κάτι το συγκλονιστικό.
Για να πάρουμε τα πάνω μας: το “Spiderweb” καθοδηγείται από ένα επίμονο riff που καλπάζει, ο Martsch ασθμαίνει και κόβει τις λέξεις στο στίχο για να μείνει μέσα στον ρυθμό, ώσπου, αναπάντεχα, ξέσπασμα με παραμορφώσεις και έξοδος σε διαρκές κρεσέντο.
Η βαριά σκιά των Dinosaur Jr. περιφέρεται γύρω και από το “Never Allright”, κάποιος έχει πατήσει το πόδι στο γκάζι και οι συγχορδίες τρέχουν με 180 μίλια και βάλε, σαν θέλουν να προσκρούσουν με όλη τους την ορμητικότητα σε τοίχο, μέχρι να σιγήσουν αυτοστιγμεί, ακαριαία, κάπως σαν το “Gimmie Indie Rock” των Sebadoh. Έπεται, ως φυσική συνέχεια του προηγούμενου, το “Allright”, o ρυθμός πέφτει, οι κιθάρες μαλακώνουν, και ο Martsch ακούγεται γλυκός σαν νανούρισμα.
Το 9λεπτο “Comes A Day” είναι το μεγάλο κομμάτι του δίσκου – και δεν εννοώ σε διάρκεια. Οι κιθάρες εξαρχής βροντάνε τίγκα στην παραμόρφωση (να’ τοι οι Crazy Horse), σπονδή λες στον θόρυβο, σε αντίστιξη με την καθαρή ερμηνεία του Martsch, το πιάνο σιγοντάρει τις κιθάρες με παρόμοια διάθεση και το επίμονο μπαράζ συνεχίζεται ως το τέλος.
Φινάλε με το “Gonna Loose”, που μου φέρνει κάπως σε “Where Is My Mind?” με τις διαδοχικές αυξομειώσεις του ρυθμού, ιδανικό τελείωμα σε ένα album με μηδαμινές ατέλειες.
Οι Built To Spill κερδίζουν ξανά την παρτίδα και όσοι τους παρακολουθούμε σταθερά, απλώς το απολαμβάνουμε.
ΥΓ. Με τις ευχαριστίες μου στην Penny Thunder.