Οι Slipknot βρίσκονται σε ένα κατώφλι δημιουργίας που ενώ θέλουν να δοκιμάσουν πράγματα, ταυτόχρονα έχουν έναν τόσο χαρακτηριστικό ήχο που θα πρέπει είτε να τον παραμερίσουν για να ακουστούν πραγματικά ανανεωμένοι ή να βρουν μια χρυσή τομή όπου οι προσθήκες / αλλαγές να μην φαντάζουν παράταιρες. Στο The End, So Far  επέλεξαν τη δεύτερη λύση και δυστυχώς αυτό τους έφερε ένα αποτέλεσμα «σε αμηχανία», όπου οι καλές συνθέσεις οφείλουν το αποτέλεσμα αποκλειστικά και μόνο στις φρέσκες ιδέες ενώ όλα τα υπόλοιπα συνδέονται με το ήδη γνωστό παρελθόν τους σαν μια απλή ανασκόπηση. Συνήθως ένας καλός δίσκος φαίνεται από το πρώτο κομμάτι και ελάχιστες περιπτώσεις υπάρχουν που δεν επιβεβαιώνουν τον κανόνα αυτόν. Το "Adderall" δημιουργεί υψηλές προσδοκίες ως ένα γνήσιο art rock τραγούδι που θα μπορούσε να βρίσκεται άνετα σε δίσκο κάποιας βρετανικής indie μπάντας. Οι επόμενες τρεις συνθέσεις, πάνω στις οποίες βασίζει η μπάντα το promotion του album ("The Dying Song", "The Chapeltown Rag", "Yen") δεν προσφέρουν τίποτα παραπάνω από μια αυθεντική Slipknot εμπειρία, με τις αλλαγές, τα refrain, τα blastbeat, το groove, τα breakdown που μας έχουν συνηθίσει. Σε καμιά περίπτωση, όμως, δεν φτάνουν τη δυναμική και ποιότητα των αντίστοιχων τραγουδιών ("Unsainted", "Nero Forte", "Solway Firth") που ενσωμάτωσαν το We Are Not Your Kind album στην συνείδηση των φίλων τους ως ένα σημαντικό δίσκο της καριέρας τους.

Το "Hive Mind" αποτελεί τη σύνθεση - οδηγό για το μέλλον, με τις ηλεκτρονικές προσθήκες στην αρχή να παραπέμπουν σε μια kraut σπείρα που οδηγεί σε ένα πανδαιμόνιο που αρχικά ξενίζει με το πόσο γρήγορα μεταβάλει την ένταση του, όμως στο τέλος βγάζει απόλυτο νόημα και πιθανότατα θα λειτουργήσει και συναυλιακά, ειδικά με τον τρόπο που ολοκληρώνεται. Κάπως έτσι με κέρδισε και το "Medicine for the Dead", με τις ανατολίτικες μελωδίες στα πλήκτρα και τις κιθάρες και κάπου εκεί τελειώνουν τα καλά νέα. Στο "Acidic" ενώ είναι εμφανείς οι καλές προθέσεις με το κιθαριστικό solo και τις acid παραμορφώσεις της φωνής του Corey, η εμμονή να διατηρηθούν τα growls και το έντονο drumming σε βγάζει εντελώς off της psych ατμόσφαιρας που θέλει να χτίσει το group. Η επόμενη τριάδα που σχεδόν ολοκληρώνει το album πέρα από κάποια σημεία που επιβιώνουν της σύγκρισης (πχ μια ωραία γέφυρα στο "De Sade" ή τα gang vocals και η ταχύτητα που ερμηνεύει ο Corey στο H377) δεν αφήνει κάποια διαφορετική γεύση. Ευτυχώς το Finale παρά την θέση που βρίσκεται αφήνει εκ νέου μια χαραμάδα ελπίδας ότι δεν έχουμε τελειώσει με την πλέον “ώριμη” εκδοχή των Slipknot. Άλλωστε έχουν αποδείξει αρκετές φορές στο παρελθόν ότι μπορούν να γράψουν εκπληκτικά τραγούδια χαμηλής έντασης και υψηλής συναισθηματικής φόρτισης. Ας θεωρήσουμε το The End, So Far ως ένα μεταβατικό album και το τέλος μιας εποχής, μέχρι τώρα. Για πιο μετά βλέπουμε.


 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured