Όταν οι Idles κυκλοφόρησαν το περσινό, τρίτο τους δίσκο Ultra Mono, o μουσικός τύπος τους δίκασε (δικαίως) για όλα όσα για τα οποία κάποτε τους είχε εξυμνήσει, αναδεικνύοντας τους -τότε- στους μπαμπάκες (σας) του post-brexit punk: οι περσινοί Idles είχαν πλέον μετατραπεί σε ένα βαρετό κλισέ του ίδιου τους του εαυτού, τικάροντας όλα τα κουτάκια της κοινωνικοπολιτικής ατζέντας με εφηβική οργή του καναπέ. Που πας μετά από εκεί; Πως πατάς ξανά στα πόδια σου; Για τον Joe Talbot δεν το κάνεις - γονατίζεις στα τέσσερα και σέρνεσαι στη λάσπη των προσωπικών σου τραυμάτων.
Αν το Crawler ήταν ένα τετράδιο με ασπρόμαυρα σκίτσα ενός φοιτητή Καλών Τεχνών, ξεφυλλίζοντας το γρήγορα θα αντικρίζαμε την ιστορία ενός αυτοκαταστροφικού πότη και χρήστη που συνήθως αποτυπώνεται γονυπετής: για να ικετεύσει (“The Wheel”), να αυτοτιμωρηθεί (“Crawl”), να εξιλεωθεί (“The Beachland Ballroom”). Η νέα δουλειά των Idles δεν είναι - μόνο - ένας ακόμη καταπέλτης προς τα κακώς κείμενα των σύγχρονων κοινωνιών, αλλά ένας καθρέφτης που αντανακλά το πως οι ίδιοι έφτασαν να γράφουν μουσική γι’ αυτές - ένα prequel ή ένα παράλληλο αφήγημα του τι συνέβαινε στις πίσω, σκοτεινές θέσεις ενώ η μπάντα έχτιζε τον αγωνιστικά χαιρετιμένο της μύθο. Αυτή η αυτοανακριτική στροφή, βρίσκει το δρόμο της και στη μουσική: όχι, οι Idles δεν σταμάτησαν να μας σφυροκοπούν με τα μπρουταλιστικά τους σύνεργα, αλλά ακόμη και έτσι η αίσθηση μοιάζει καινούρια (“New Sensation”). Σε αυτό φαίνεται να συμβάλει και η πιο ενεργή συμμετοχή του hip-hop παραγωγού Kenny Beats, πίσω από την κατασκευή του ήχου του γκρουπ, ο οποίος ενώ δεν χάνει ίχνος από το επείγον στοιχείο του, παράλληλα διαθέτει μία απλωσιά στην οποία δεν μας είχαν συνηθίσει οι Idles (“When The Lights Come On”). Το “Stockholm Syndrome” ακούγεται σαν το χαμένο b-side που ενώνει τις τελείες ανάμεσα στο Brutalism του Joy As An Act Of Resistance, ενώ στο “Meds” δανείζονται κάτι από την punky jazz των Viagra Boys με περισσότερες μεζούρες μούρλας.
Όμως υπάρχουν και ενδείξεις αληθινής, ουσιαστής αλλαγής, αν όχι βελτίωσης. Στο “Car Crash”, ενώ αφηγούνται την ιστορία ενός σκηνικού που δημιούργησαν κίνηση γιατί έπαιρναν ναρκωτικά στο αυτοκίνητο, ακούγονται σαν τους Deus που έχουν ακούσει περισσότερο Fall, στο “The Beachland Ballroom” μεταμορφώνεται σε έναν φλογισμένο crooner που ξεσκίζει τα στήθη του στα πατώματα για να φανερώσει τη “ζημιά” που έχει πάθει, ενώ στο “Progress” η πρόοδος τους είναι πλέον εμφανής - όχι μόνο ως άτομα όπως μαρτυρούν οι στίχοι (I don't wanna feel myself get high...I don't wanna feel myself come down), αλλά και ως μπάντα, αφού εδώ μας παρουσιάζουν μία μονολιθική, folktronica εκδοχή τους για πρώτη φορά.
Και, ενώ το πρώτο σοβαρό ολίσθημα έρχεται προς το τέλος (“King Snake”), στο πραγματικό φινάλε (“The End”) τους ακούμε να βρίσκουν ομορφιά στη ζωή παρά την απελπισία, θυμίζοντας τους Protomartyr αν είχα για δεύτερα φωνητικά τον George Clarke των Deafheaven. Επιτέλους, οι Idles ακούγονται λιγότερο ως ινστρούχτορες του κοινωνικά δικαίου πολίτη και περισσότεροι ως άνθρωποι με τα τραύματα, τα ελαττώματα και το σκοτεινό παρελθόν τους. Τώρα, μάλιστα, ο αγώνας τους μπορεί να συνεχιστεί.