Δεν είναι πολλά τα ονόματα στη μουσική βιομηχανία που μπορούν να παινευτούν ότι ξεκίνησαν την καριέρα τους με ακαριαία επιτυχία στον βαθμό που το πέτυχε η Olivia Rodrigo. Η 18χρονη Aμερικανή μπήκε στη δισκογραφία το 2021 και μέσα σε λίγους μήνες είδε ντεμπούτο άλμπουμ και ντεμπούτο single να φτάνουν αμφότερα στο Νο.1 Αμερικής και Βρετανίας, ενώ η «χειρότερη» επίδοση που έχει καταγράψει single της στις αγορές αυτές μέχρι στιγμής είναι Νο.3 και Νο.4 αντίστοιχα.
Μία και μόνο ακρόαση του SOUR, βέβαια, αρκεί για να εξηγήσει τον ενθουσιασμό για το νέο αυτό πουλέν της pop. Πρόκειται για δίσκο αδιανόητα πιασάρικο (τόσο σε επίπεδο μουσικής, όσο και σε επίπεδο θεματικών) και συγχρόνως μη ευτελή. Ελάχιστα από τα καψουροτράγουδα εφηβικού χωρισμού που παρελαύνουν στην tracklist μπορούν να χαρακτηριστούν ως fillers˙ ο δίσκος βρίθει από έξυπνα hooks, σπιρτόζικες μελωδίες που εντυπώνονται στη μνήμη αυτοστιγμεί και ως επί το πλείστον έμψυχες ερμηνείες από την Rodrigo –η οποία αξίζει να αναφέρουμε ότι (συν)υπογράφει όλα της τα κομμάτια.
Στις αρετές του δίσκου θα πρέπει να προστεθεί και η ηχητική του ποικιλομορφία, η οποία εκκινεί από την κλασική pop της σχολής Taylor Swift, περνάει σε πιο λοξές προσεγγίσεις (δεν είναι λίγες οι στιγμές του δίσκου που σχεδόν ακούς τη Lorde), δανείζεται από την indie τραγουδοποιΐα της Daughter και της Phoebe Bridgers και εκτείνεται μέχρι και σε ήπιους εναγκαλισμούς με το rock, θυμίζοντας τις pop stars των 2000s που επιχείρησαν κάτι ανάλογο (Kelly Clarkson, Avril Lavigne).
Αν κάπου σκοντάφτει η Olivia Rodrigo, είναι στο γεγονός ότι για την ώρα δεν καταφέρνει να παρουσιάσει την απαραίτητη ιδιοσυγκρασία που θα της εξασφαλίσει μια ξεχωριστή τοποθεσία στον μουσικό χάρτη, διακριτή από εκείνη που κατέχουν οι επιρροές της.
Το άτολμο ντεμπούτο της είναι κομμένο και ραμμένο πάνω στις υπάρχουσες pop φόρμουλες και αρνείται να ξεφύγει από τις δοκιμασμένες συνταγές, ενώ το τίμημα που πληρώνει για την εμμονή του με τον άμεσο εντυπωσιασμό είναι ότι δεν αφήνει στον εαυτό του το περιθώριο να σκάψει πιο βαθιά. Η πρώτη ύλη υπάρχει, αλλά λείπει η στόχευση.