Πότε μία σύγχρονη, κιθαριστική μπάντα μπορεί να ακουστεί ξεχωριστή, ενώ σε καμία περίπτωση δεν προτείνει τίποτα το καινούργιο; Υποθέτω, όταν βρίσκει τον τρόπο να ακούγεται ενδιαφέρουσα, σημαντική και διαφορετική σε σχέση με την υπερπληθώρα αναμασημένης, ηχητικής πληροφορίας που κυριαρχεί σήμερα.
Ο τρόπος στην περίπτωση των Dry Cleaning μοιάζει προφανής στην πρώτη ακρόαση του παρθενικού τους δίσκου: οι απαθείς, αβίαστα cool, spoken word ερμηνείες της Florence Shaw -που μοιάζει σαν το χαμένο, ήσυχο αδελφάκι της Villanelle από το Killing Eve- χαρίζουν αυτόματα κοφτερές γωνίες στον πολυσχιδή, art-rock ήχο των Λονδρέζων. Στο ρεφρέν του εισαγωγικού κομματιού “Scratchyard Lanyard”, ο στίχος-τσιτάτο “Do everything, feel nothing”, συνοψίζει, όχι μόνο μία ολόκληρη εποχή, αλλά και το στυλ με το οποίο μοιάζει να πορεύεται το ίδιο το γκρουπ. H μεθοδευμένα συνειρμική ροή λέξεων και εικόνων που αναβλύζει από το στόμα της Βρετανίδας κατασκευάζει ένα σουρεαλιστικό μα και αφαιρετικό κόσμο, μέσα στο οποίο ο ακροατής βρίσκει μία παράδοξη και ανεξήγητη γοητεία που τον κρατάει εκεί για μέρες, μέχρι να την κατανοήσει πλήρως.
Δεν είναι, όμως, μόνο η χαρισματική παρουσία της Shaw που καθιστά το ντεμπούτο των Dry Cleaning μία από τις πιο συναρπαστικές κυκλοφορίες της χρονιάς μέχρι στιγμής, αλλά και η υπόλοιπη μπάντα η οποία υποστηρίζει την ερμηνεύτρια και τα τραγούδια υποδειγματικά, μαζί με την έξυπνη παραγωγή του John Parish. Όταν οι Dry Cleaning δεν ακούγονται σαν τους Sonic Youth με λιγότερο χαοτικά ένστικτα και περισσότερη ανάγκη ελέγχου (“Strong Feelings”, “Her Hippo”,) τότε πηγαίνουν τον ήχο τους σε απροσδόκητα, απρόβλεπτα μέρη, όπως το βαρύ, βρώμικο σχεδόν proto heavy metal riff του “Unsmart Lady”, το ο-Mark-Smith-εγκρίνει “John Wick” ( καμία σχέση με τον Keanu Reeves), την twee μελωδικότητα του “More Big Birds” και τις απειλητικές, βιτριολικές κιθάρες του “A.L.C” που θυμίζουν την παράνοια των Tropical Fuck Storm.
Βέβαια, όλη αυτή η δημιουργική ελευθερία έρχεται να προστεθεί στο περιπετειώδες, αφορμάριστο πνεύμα που χαρακτηρίζει μπάντες της γενιάς και της γειτονιάς τους, όπως τους Black Country New Road και τους Black Midi με την καταληκτική, ουσιαστική άσκηση ύφους του “Every Day Carry” να το επιβεβαιώνει εμφατικά. Όχι μόνο αυτό, αλλά είναι ένα γκρουπ που πραγματικά «μπορεί να κάνει τα πάντα». Το αν θα νιώσει και κάτι, ας το κρίνει το κοινό.