Η αίσθηση πως ο έλεγχος χάνεται είναι ίσως μία από τις πιο αγχωτικές καταστάσεις για τους ανθρώπους που θέλουν να έχουν την (ψευδ)αίσθηση πως είναι πάντα κύριοι του αφηγήματός τους. H νορβηγίδα μουσικός Jenny Hval μέσα από τις κυκλοφορίες της, αρχής γενομένης από τα 00s, έχει καταφέρει με μία πολύ προσεκτική μεθοδολογία, να ορθώσει ένα δικό της αντι-κορπορατικό/αριστερίστικο λόγο, κυρίως ως προς τα ζητήματα της θέσης της γυναίκας μέσα στην κοινωνία: την πίεση της μητρότητας, τους συγκρουσιακούς ρόλους, τον ίδιο το νεο φεμινισμό. Κοινωνώντας, παράλληλα, τις ιδέες της μέσω ενός αντίστοιχα επιμελώς κατασκευασμένου μείγματος στοιχείων ambient, synth pop και ηλεκτρονικής μουσικής με αποκλίνουσες από τη νόρμα, avant-garde ανησυχίες.
Επομένως, όταν στο ντεμπούτο της ως Lost Girls, μαζί με τον πολυοργανίστα, συμπατριώτη της Håvard Volden, ακούς την πιο απελευθερωμένη, αφημένη στα βαθύτερα ένστικτα της, εκδοχή σε ολόκληρη τη δισκογραφία της, τότε το αποτέλεσμα, δεν μπορεί παρά να είναι έντονο και συγκρουσιακό. Στο Menneskekollektivet (σημαίνει ανθρώπινη κολεκτίβα στα νορβηγικά) η έμπειρη καλλιτέχνιδα καίει κάθε δοκιμασμένο σενάριο και παραδίδεται στο ατελές, το ακατέργαστο, το ζωώδες, το απολύτως πρωτόλειο και πρωτόγονο της ανθρώπινης φύσης. Είναι σαν το ατιθάσευτο alter ego της Jenny Hval να παίρνει αυτοβούλως σάρκα και οστά και μετά τα ηνία, τη στιγμή που η ίδια κοιτάζει τον εαυτό της στον καθρέφτη, ενώ προσπαθεί να προβάρει μία ακόμη εξονυχιστικά δουλεμένη ιδέα. Οι στίχοι εδώ μοιάζουν σα να έχουν ξεπηδήσει από μία αιματηρή μονομαχία στο εσωτερικό κόσμο της πρωταγωνίστριας, ανάμεσα στη λογική σκέψη και το παράλογο συναίσθημα. Δομημένες, συλλογιστικές αλληλουχίες λιώνουν όταν έρχονται σε επαφή με το συνειρμικό χείμαρρο, δημιουργώντας μία χημική, λεκτική εμπειρία, σαν ένα μαγνητοφωνάκι να εκπέμπει σήματα από τους νευρώνες της μουσικού και να τα μετατρέπει σε φθόγγους.
Αλλά, για πρώτη φορά στο μουσικό σύμπαν της Νορβηγίδας, οι λέξεις έχουν τόσο λίγο βάρος σε σχέση με τη μουσική. Μία παραισθησιογόνα, ψυχότροπη, ψυχεδελική, στην πιο ουσιαστική έννοια της λέξης, ενέργεια κυλάει κυματιστά και αέρινα μέσα από τα κυκλώματα του δίσκου. Layers από νευρωτικά drum machines, υπνωτιστικά synths και παρορμητικά φωνητικά, μπαίνουν το ένα πάνω στο άλλο με μοναδική πυξίδα τη σωματική λύτρωση, για να συνδημιουργήσουν έναν πειραματικό, χορευτικό δίσκο με art-pop ευαισθησίες, βιομηχανική αισθητική και krautrock εξάρσεις.
Χωρίς δεύτερες σκέψεις, το “Love, Lovers” δεσπόζει ως το κεντρικό έπος αυτής της δουλειάς. Όχι μόνο γιατί αποτελεί το ⅓ της (ο δίσκος διαρκεί 45 λεπτά, κι αυτό κάτι παραπάνω από 15), αλλά κυρίως επειδή μέσα του εσωκλείεται όλη η ψυχοσωματική κατάσταση στην οποία σε υποβάλει το σύνολο: η επαναλαμβανόμενη, ρυθμική του εξέλιξη στην κορύφωση της γίνεται ένα με μία σπάνια μελωδική διαύγεια, συνδυασμός ικανός να διαλύσει τα σωματίδια του σώματος στα δισεκατομμύρια επιμέρους του στοιχεία και να αναγάγει την εμπειρία, σε κάτι περισσότερο από υπερβατική. Παράλληλα, μέσα από τις πειραγμένες, εξωσωματικές techno διαδρομές του εισαγωγικού, ομότιτλου του δίσκου, κομματιού και του “Carried, By Invisible Bodies”, υπονοείται έντονα και ένα έμμεσο, αρχέγονο, νατουραλιστικό στοιχείο: σα να χορεύει κάποιος σε ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο το οποίο λούζεται από το αστρικό φως του Βόρειου Σέλας.
Αν το Menneskekollektivet ήταν μία στιγμή, τότε θα ήταν αυτή που οι ψυχότροπες ουσίες αρχίζουν να εκκρίνονται από τη χημεία του οργανισμού και η συνειδητότητα με την παραίσθηση βρίσκονται στην ιδανική τους αναλογία στο αίμα. Εκεί, κλείνοντας τα μάτια, μπορείς να συνδεθείς με τα πάντα, από το άγνωστο υπερπέραν μέχρι τα ιχνοστοιχεία από τον αέρα που αναπνέεις. Τι κρατάω, επομένως, από αυτό το δίσκο; Ότι εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια μετά την πρώτη στιγμή που ο άνθρωπος ένιωσε στα σπήλαια το ρυθμό μέσα του, μετά απ’ όλα τα κεκτημένα και την προσπάθεια να τελειοποιήσουμε το «θεϊκό δώρο» της μουσικής, η ανάγκη για την επιστροφή στο σημείο μηδέν είναι πιο επιτακτική από ποτέ. Γιατί είναι απαλλαγμένη από κάθε κοινωνική αντίσταση που επινοήσαμε στην πορεία. Στις πιο συγκλονιστικές του στιγμές, το άλμπουμ ενώνει τις τελείες από την απαρχή στο σήμερα και ακούγεται σαν το Big Bang και την Αποκάλυψη ταυτόχρονα.