Στους τρεις τελευταίους του δίσκους, ο Nick Cave με τους Bad Seeds ξεγυμνωνόταν συνεχώς: ηχητικά και ψυχικά είχε αποδομήσει αυτοβιογραφικώς το σύμπαν του στα πλήρως απαραίτητα -και μερικές φορές, ούτε καν σε αυτά (βλέπε, Ghosteen). Τώρα που οι εποχές καλούν για εσωστρέφεια και μοναχισμό, το ατίθασο πνεύμα του Αυστραλού αντιδρά και εξορμά προς μία νέα άγρια ανοιχτωσιά, έχοντας στο πλευρό του όχι όλη την ομάδα -λόγω των πρακτικών δυσκολιών των καιρών μας- αλλά για πρώτη φορά, σε στούντιο κυκλοφορία (κι όχι σε κινηματογραφικό project) τον ερμητικό του συνοδοιπόρο, Warren Ellis.
Ο τελευταίος, πλάθει μελωδίες σαν αγγελικές επιφοιτήσεις που έρχονται να αγκαλιάσουν τις αιώνια βιβλικές ανησυχίες του Nick Cave: επουράνια βασίλεια, πάθη της ψυχής, εφηβικές φαντασιώσεις, μυθολογικοί ήρωες, απόκοσμα σύννεφα έτοιμα να φέρουν τη βροχή, υπέροχα πρωινά, η Αποκάλυψη -όλη η σημειολογία της αυτού μεγαλειότης του στροβιλίζεται και λυσσομανά γύρω από το Carnage.
Και τα τραγούδια; Σαν «μία σακούλα από αίμα και κόκαλα» που τραγουδάει και στο λυτρωτικό κλείσιμο του “Balcony Man” με το στακάτο, σήμα κατατεθέν, απαγγελτικό του spοκen word. Στο πρώτο μισό του δίσκου βιώνουμε την πιο "in for the kill" εκδοχή του Nick Cave εδώ και πολλά χρόνια, που μας πάει πίσω μέχρι και τα 90s. Το εισαγωγικό “Hand Of God” προσφέρει μία πρώτη γενναία δόση από το κράμα δραματουργικού λυρισμού/ασυνήθιστα γεμάτων beats/ποιητικών εγχόρδων που θα ακολουθήσει. Το “Old Time” είναι το πιο αρχετυπικό Nick Cave κομμάτι του δίσκου, ενώ το πέρασμα από την ανατριχιαστική μελωδικότητα του ομότιτλου του δίσκου τραγουδιού μας αφήνει σχεδόν απροετοίμαστους για το σχεδόν Kanye West beat που ανοίγει το “White Elephant” και κλείνει με μία χορωδία που φέρνει ασυναίσθητα στο μυαλό αυτή του “Hey Jude”.
Και, ξαφνικά, ο δίσκος αρχίζει να σβήνει βαθμιαία, αναπαριστώντας σε μικρή κλίμακα την αντίστοιχη πορεία της δισκογραφίας των Bad Seeds κατά την προηγούμενη δεκαετία. Μέχρι να φτάσουμε στο φινάλε, όσα έμοιαζαν στέρεα, έχουν αρχίσει να λιώνουν, να εξατμίζονται, να εξαϋλώνονται πάλι στην ουσία τους μέσα από αέρινες, ολοένα και πιο ασπόνδυλες συνθέσεις. Και εκεί κάπου καταφθάνει ο πρωινός, ζεστός ήλιος του “Balcony Man” για να λούσει ό,τι έχει απομείνει από αυτή την ελπίδα που σιγοκαίει στα σωθικά του πρωταγωνιστή μας.
Στα 63 του, ο Nick Cave συνεχίζει να θέτει ερωτήματα για τα μεγαλύτερα μυστήρια της ζωής, της ανθρώπινης ύπαρξης καθ’ αυτής σε τόσο σκοτεινούς καιρούς, στον αέναο δρόμο για την λύτρωση.