Είναι ειρωνικό πως το Spare Ribs, το 11ο άλμπουμ στα σχεδόν 15 χρόνια ύπαρξης του διδύμου από το Νότινγκαμ, αντικατοπτρίζει την αντίδραση που κι εγώ, αλλά φαντάζομαι και πολλοί άλλοι είχαν όταν ήρθαν για πρώτη φορά σε επαφή με τη μουσική των Sleaford Mods. Στην αρχή είσαι διστακτικός, μετά πωρώνεσαι στον τέρμα, προτού κουραστείς από την επανάληψη.
Το εναρκτήριο "New Brick" δίνει το γνώριμο τόνο: "And we 're so Tory tired / And beaten by minds so small" τραγουδά με spoken word ευθύτητα ο Jason Williamson, απηχώντας έναν παλιότερο -και πιο ευφάνταστο- στίχο από το "Liveable Shit" ("Like three months of rain, nobody likes a fucking Tory reign") και ταυτόχρονα, την απογοήτευση απέναντι σε μια κατάσταση που κρατά τουλάχιστον δέκα χρόνια στο νησί, όσα δηλαδή βρίσκονται στην εξουσία οι Συντηρητικοί.
Η ταξική αγανάκτηση του Williamson δεν είναι κάτι καινούριο. Εξάλλου, αποτελεί το δημιουργικό καύσιμο των Sleaford Mods, σε συνάρτηση με την ασίγαστη οργή του τραγουδιστή, τη βρετανική ειρωνεία, τη διάθεση για αρρενωπή αντιπαράθεση, η οποία συγκρατείται σαν κόμπος στο λαιμό λίγο πριν ξεσπάσει. Όλα όσα, δηλαδή, ανέδειξαν άξια το σχήμα ως μια φρέσκια φωνή έκφρασης της λαϊκής καταπίεσης τα χρόνια της λιτότητας και του μοντέρνου εθνικισμού στη Γηραιά Αλβιώνα. Ωστόσο, η punk αμεσότητα των Mods, μια μίξη γηπεδικού banter και μεμψιμοιρίας στην pub, αρχίζει και τελειώνει στις διαθέσεις του Williamson. Ο Andrew Fearn φροντίζει το ηχητικό φόντο σε αυτές να είναι τα μίνιμαλ beats, φτιαγμένα από μπάσο, ντραμς και σπανίως synth μελωδίες. Οι τελευταίες, από την άλλη, πληθαίνουν στο Spare Ribs, προδίδοντας τη διάθεση του ντουέτου να εξελίξει τη μουσική παλέτα του, η οποία μέχρι πρότινος παρέμενε χαρακτηριστικά ίδια, σε σημείο κορεσμού (λέγε με και Eton Alive).
Έτσι, το τρίτο track, "Nudge It" -με συμμετοχή της Amy Taylor των Sniffers- ακούγεται ως το πιο κοντινό που θα μπορούσαν να γράψουν οι Sleaford Mods σε ένα pop σουξέ, χωρίς να θυσιάζουν τον πολιτικοποιημένο λόγο τους και προτρέποντας τον ακροατή σε ένα τύπου λίκνισμα. Στο ίδιο πλαίσιο κινείται το "Mork n Mindy", στο οποίο καθοριστική είναι η συνδρομή της Billy Nomates που ακούγεται στο ρεφρέν. Μια καθόλου τυχαία παρουσία στο δίσκο, καθώς η εξαιρετική Nomates είναι η πρώτη δημιουργός που γράφει μουσική στο πνεύμα των Mods, με τον Williamson πέρσι να συμμετέχει στο ομώνυμο ντεμπούτο της και τώρα αυτή να ανταποδίδει την τιμή.
Στα συγκεκριμένα κομμάτια, όπως επίσης στα "Glimpses", "Thick Ear" και "Fishcakes", οι παλιοί καλοί Sleaford Mods έχουν τον έλεγχο. Εκείνοι που διοχετεύουν την κοινωνική αποξένωση σε νευρώδη μουσική και στίχους γεμάτους φαντασία, οι οποίοι ξεπερνούν το εμπόδιο της επιφανειακής διαμαρτυρίας. Στο Spare Ribs, ωστόσο, υπάρχει έντονα και η νωθρή πλευρά της μπάντας. Πάρτε για παράδειγμα το "Elocution". Το κομμάτι ξεκινά δυναμικά προτού πάρει το λόγο ο Williamson, φροντίζοντας να μας υπενθυμίσει πόσο ανώτεροι κι ειλικρινείς είναι οι Mods από τους υπόλοιπους «της φάσης». Ως συνέχεια της τάσης που έχουν οι ίδιοι ξεκινήσει τα τελευταία χρόνια, επαναφέρουν σαν άλλοι metalοπατέρες την ψευδεπίγραφη κόντρα "true-false" μουσικής, με ανεπαρκή ευρηματικότητα και δήθεν τουπέ. "I wish I had the time / To be a wanker just like you" ακούμε στο ρεφρέν κι αλήθεια, περνά παγερά αδιάφορο ποιον αόρατο αντίπαλο πολεμά (πάλι) ο Williamson.
Ακόμα όμως κι όταν οι θεματικές που θίγονται είναι «εντός έδρας» για την μπάντα, όπως ο ρατσισμός και η νοσταλγία για τις προ-πανδημίας συναναστροφές ("Out There"), η πενιχρή φαντασία παίρνει το λόγο και ξοδεύεται σε ένα rant με βαριά East Midlands προφορά. Σαν μπύρα που ξεθυμαίνει, το Spare Ribs χάνει σταδιακά ενέργεια, πάρα τα σποραδικά σφηνάκια έντασης, κάνοντας το δίσκο σίγουρα άνισο και εν δυνάμει, κουραστικό. Επομένως, ενώ ο δίσκος θα 'θελε να 'χει τη δύναμη ενός τούβλου που σπάει τζαμαρία, ακούγεται συχνότερα από όσο υπολόγιζε σαν ένα ακόμα απηυδισμένο status update -με ή χωρίς hashtags.