Μια συναυλία των Sleaford Mods ήταν η αιτία για την Billy Nomates, κατά κόσμον Tor Maries, να πιάσει το... λάπτοπ της και να αρχίσει να γράφει μουσική. Κι όπως το τσαντισμένο ντουέτο από το Νότινγκαμ, έτσι και η Nomates δε χρειάστηκε πολλά υλικά για να σμιλέψει τον ήχο της: ένα ζωηρό ντραμ μπιτ, μια νευρώδης μπασογραμμή και φωνητικά βασισμένα σε ευφράδες καταγγελτικό spoken word, ήταν αρκετά για να φτιάξει τα κομμάτια της. Τα οποία, αν και δανείζονται τη λογική των Mods, δεν την κοπιάρουν απλώς, αλλά την εμπλουτίζουν τόσο σε επίπεδο συνθέσεων όσο και θεματικών, ώστε αποκτούν ξεχωριστό προσωπικό χαρακτήρα.
Πάντα με πανκ αποφασιστικότητα και με σημείο αναφοράς την ταξική πάλη και την πατριαρχική καταπίεση, τα κομμάτια της Nomates δεν ακτινοβολούν μάταιο πεσιμισμό και την ατελέσφορη απογοήτευση, αλλά ακολουθούν μια διαδρομή ενδοσκοπική και απροσδόκητα αφηγηματική. Στο "Supermaket Sweep" για παράδειγμα, όπου καθόλου τυχαία συμμετέχει ο Jason Williamson των Sleaford Mods, ο φόβος μιας ενδεχόμενης αδιέξοδης, δίχως τέλος, ρουτίνας μετατρέπεται σε ένα γλυκόπικρο ρεφρέν, όπου τραγουδιούνται οι σκέψεις ενός υπαλλήλου την ώρα που ετοιμάζεται να καθαρίσει το διάδρομο από τις εκκενώσεις με τις οποίες ένας πελάτης φιλοδώρησε το κατάστημα.
Η Nomates ξέρει πολύ καλά για τι μιλάει, έχοντας ζήσει η ίδια έως πολύ πρόσφατα σε οικονομικά απελπιστική κατάσταση. Έτσι, η ειλικρίνεια των ιδεών της οφείλεται για την αποφυγή των περισσότερων κλισέ -χωρίς ωστόσο να το επιτυγχάνει πάντα. Το "Fat White Man", ενδεικτικά, αποδυναμώνει την πυγμή της ουσίας του εξαιτίας των στίχων που γρατζουνούν απλώς την επιφάνεια του σεξισμού. Αντίστροφα, στο "No" που κινείται στο ίδιο θεματικό πλαίσιο, η Nomates επιδεικνύει το εύρος της έμπνευσής της, αποθεώνοντας την απελευθερωτική ισχύ της άρνησης, στο βαθμό που μπορεί να οδηγήσει στην ατομική (γυναικεία εν προκειμένω) χειραφέτηση.
Στο μικρόφωνο της Nomates η πνιγηρή ταξική αγανάκτηση εκφράζεται όχι τόσο μέσω της οργής όσο μέσω του πείσματος, το οποίο δεν αποτρέπει την ύπαρξη μιας πιο ποπ μελωδίας ή ενός χορευτικού ρεφρέν. Τέτοια είναι η περίπτωση του "Mudslinger", στο οποίο η αστική αποξένωση συναντά την απουσία ουσιώδους ανθρώπινης επικοινωνίας στις νότες μιας εύγλωττης synth φράσης. Ωστόσο, αμάλγαμα της διάθεσης της Nomates είναι το "FNP", στο οποίο αποθεώνει το κοινότοπο, το γκρίζο και την έλλειψη υλικών αγαθών ως κάτι απελευθερωτικό, κι έτσι, μετατρέπεται σε μια εν δυνάμει τροβαδούρο των «ξεχασμένων κανονικών ανθρώπων». Όλα αυτά παρότι απουσιάζει από το δίσκο το κομμάτι που μπορεί πραγματικά να εξελιχθεί σε ύμνο των κάθε λογής καταπιεσμένων στους οποίους απευθύνεται η Nomates.
Η απουσία μεγαλοστομιών κι η προαναφερθείσα ειλικρίνεια είναι, όμως, που οπλίζουν την ιδιαιτερότητα μιας τραγουδοποιού με μεταδοτική ενέργεια, φρεσκάδα στη χροιά και πολλά υποσχόμενο ταλέντο. Αυτό εντόπισε σε εκείνη και ο Geoff Barrow των Portishead ο οποίος ανέλαβε τόσο να κάνει την παραγωγή του ντεμπούτου της Nomates, όσο και να την προσθέσει στο ρόστερ της δισκογραφικής του. Στο φινάλε, βέβαια, πάρα τη γοητευτική μίνιμαλ τραχύτητα του ήχου και τα επιτακτικά συναισθήματα που διατρέχουν το δίσκο, η Nomates κλέβει την παράσταση με τους ευφυείς στίχους και όχι με τις συνθέσεις, οι οποίες σίγουρα μπορούν να βελτιωθούν και στο μέλλον να γίνουν αντάξιές τους.