«The only change I like is in my pocket».
Πρόκειται για στίχο από το “Subtraction”, το 8ο κομμάτι του 10ου (αν μετράω καλά) δίσκου των Sleaford Mods. Όμως θα μπορούσε να αποτελεί και το μότο τους, καθώς για 12 χρόνια τώρα η «συνταγή» αυτού που κάνουν υπήρξε σταθερή και ουσιαστικά απαράλλαχτη: ο Andrew Fearn στήνει το συνήθως ισχνό υπόστρωμα με beats, μπάσο και ελάχιστα άλλα μέσα, επί του οποίου ο Jason Williamson φτύνει με τσαμπουκά τις αμαξοστοιχίες των λέξεών του. Ηχητικός μινιμαλισμός εναντίον λεκτικού μαξιμαλισμού –κι όποιος αντέξει.
Κι όμως. Στο φετινό Eton Alive σαν κάτι να άλλαξε, διακριτικά έστω. Από τη μία οι «ενορχηστρώσεις»: κάποιες φορές γίνονται πιο τολμηρές· ξεμυτίζουν δηλαδή από το στενό τους πλαίσιο και τολμούν να παίξουν με τα όρια που υποτίθεται ότι τους έχουν τεθεί. Από την άλλη, τα φωνητικά εμφανίζονται κι εκείνα κάπως διαφορετικά. Ενώ παραμένει η τσαμπουκαλεμένη εκφορά και η ακαταμάχητη προφορά, τώρα έχουμε και μια επιστροφή στο τραγούδι. Ναι, υπάρχουν κομμάτια εδώ όπου ο Williamson άδει –με τον δικό του, όμορφα φθαρμένο τρόπο. Και παρ’ όλα αυτά, οι Sleaford Mods παραμένουν απολύτως αναγνωρίσιμοι, ίσως επειδή οι μεταβολές στα δύο μέτωπα είναι αναλογικές και η «ισορροπία του τρόμου» παραμένει αδιατάραχτη.
Αλλά κάπου εδώ βρίσκεται και το μυστήριο. Πώς γίνεται δηλαδή, έπειτα από τόσο δημοσιευμένο υλικό, έπειτα από τόση μπασοκατάσταση διανθισμένη με λογοδιάρροια, το κοκτέιλ αυτό από πανκ και electronica αναφορές –με κάποιες σταγόνες σόουλ εδώ κι εκεί– να παραμένει τόσο ακαταμάχητο και αστείρευτο;
Μια προφανής απάντηση μπορεί να αναζητηθεί στο κεφάλαιο «πολιτική». Οι ίδιοι βέβαια οι Βρετανοί αρνούνται τον χαρακτηρισμό της πολιτικής μπάντας, ίσως επειδή τελικά πολιτικό είναι το οτιδήποτε. Όμως οι Sleaford Mods είναι πολιτικοποιημένοι· κοιτούν τα πράγματα από τη δική τους, πολύ συγκεκριμένη γωνία και παίρνουν σαφή θέση. Δεν ενδιαφέρονται βεβαίως να προβούν σε διαγγέλματα, αλλά περιγράφουν, σατιρίζουν, ξεσκίζουν λεκτικά την κοινωνία και τη ζωή του τόπου τους, λειτουργώντας ως άτυπη συνείδησή του. Κι αν δεν είναι πάντα εύκολο να διαρρήξει κανείς την πυκνότητα του κολάζ από εικόνες και καταστάσεις των στίχων, ειδικά αν δεν είναι κάτοικος του Νησιού, το φαρμακερό και ενίοτε σουρεαλιστικό χιούμορ του Williamson και η αδιαπραγμάτευτη στάση του το διαπερνούν και φτάνουν στον στόχο τους: «Graham Coxon looks like a left-wing Boris Johnson» –για να μείνω σε ένα μουσικοφιλικό μαργαριτάρι.
Όμως το να ρίχνουμε το βάρος στις λέξεις, επειδή κάτι τέτοιο είναι ευκολότερο, αδικεί την εξυπνάδα και τη λειτουργικότητα της άλλης συνιστώσας. Η οποία, στα χέρια του Fearn, βρίσκει ολοένα και περισσότερες λύσεις, είτε μιλάμε για ένα καζού εδώ, είτε για μια διπλή μπασογραμμή εκεί. Κι εν τέλει, ας μην περάσει απαρατήρητο ότι η πρόταση του ντουέτου είναι απολύτως πακτωμένη: είναι ζυμωμένη και κατασταλαγμένη από δύο ανθρώπους που την κοινή τους δράση έτσι ακριβώς τη θέλησαν, έτσι ακριβώς την εννόησαν κι έτσι την υλοποίησαν.
Είναι λυτρωτικό το άκουσμα των Sleaford Mods, παρηγορητική η στάση τους, και καθησυχαστικό το γεγονός ότι μπορούν και συνεχίζουν ακάθεκτοι.
{youtube}5uN3n-NjLHc{/youtube}