Όταν άκουσα πρώτη φορά το όνομα των Riot City, με αφορμή την κυκλοφορία του δίσκου Burn The Night (από τη δικιά μας No Remorse, παρεμπιπτόντως), δεν ήμουν ακριβώς σίγουρος με ποια μπάντα είχα να κάνω. Λίγο η αλλαγή του ονόματος των Riot σε Riot V το 2012, λίγο η εξόφθαλμα 1980s heavy metal πινελιά του εξωφύλλου, αλλά και η διάχυτη αισθητική μυρωδιά μεταλλικής μπαρούτης, είχαν ως αποτέλεσμα να διπλοτσέκαρω μήπως έχουμε να κάνουμε με κάποια παραφυάδα της μυθικού αμερικανικού power metal σχήματος

Εν τέλει οι υποψίες αποδείχτηκαν αβάσιμες: οι Riot City είναι νεοσύστατη μπάντα, αποτελούμενη από νεαρά άτομα που λαχταράνε για κλασικό heavy και power metal, κάτι που υλοποιούν με μεγάλη ικανότητα και μεράκι. Το ότι το συγκρότημα είναι από τον Καναδά δεν είναι διόλου τυχαίο. Η αραιοκατοικημένη χώρα της Βορείου Αμερικής ήτανε ανέκαθεν μεταλλική εγγύηση, ενώ τα τελευταία χρόνια έχει ανεβάσει στροφές όσον αφορά την ποιοτική και ποσοτική παραγωγή παραδοσιακού metal (Gatekeeper, Ranger, Traveler).

Το εξώφυλλο του Burn The Night είναι σαν υβριδικό τέκνο του Screaming For Vengeance των Judas Priest (1982), με μια δυνητική μετουσίωση του πνεύματος του Thundersteel των Riot (1988) –κορωνίδα στην όλη υπερβολή το λέιζερ που βγαίνει από το μάτι του μεταλλικού αρπακτικού. Λογότυπο και γραμματοσειρά τίτλου είναι στιλιστικά προσηλωμένα στη δεκαετία του 1980, θέτοντας τις νόρμες για την ίδια τη μουσική. 

Η βάση είναι ένα χειμαρρώδες speed metal με riffs βουτηγμένα σε μια παρέλαση ονομάτων από τη χρυσή εποχή: Iron Maiden (με έμφαση στις ανεβασμένες ταχύτητες εποχής Piece Of Mind και Powerslave), Riot, Helstar, Queensrÿche, Liege Lord. Αρχετυπικό υλικό, με λίγα λόγια, το οποίο σημαίνει θρασύτατη ταχύτητα, παθιασμένα φωνητικά, επικό συναίσθημα, αλλά και έλλειψη εκπλήξεων ή καινοτομίας. Πολλά από τα θέματα θυμίζουν κλασικές heavy metal στιγμές: χαρακτηριστικό παράδειγμα οι Accept, που έρχονται στον νου με τα αρχικά riffs του “The Hunter”.

Οι ίδιες οι συνθέσεις είναι μεστές, τσιτωμένες και στέκονται με το ένα πόδι στην ορμή και με το άλλο στα επικά χωράφια, σμιλεύοντας αυτό το χαρμάνι που το US power metal ξέρει τόσο καλά να υλοποιεί. Η μπάντα έχει κατανοήσει τις υπόγειες συνδέσεις των σκοτεινών στενών της πόλης με τα ηρωικά πεδία μάχης –κάτι που φαίνεται στη διαδοχή του "Burn The Night" από το ανατριχιαστικό "In The Dark". Ο Cale Savy διακρίνεται στον πρωταγωνιστικό φωνητικό ρόλο, όπου αναδεικνύεται σε λαρύγγι με μεγάλο εύρος: από ένα στεντόρειο δυναμικό ύφος μεταπηδάει εύκολα σε τσιρίδες και επανέρχεται με κάτι από τη βραχνάδα του Udo.

Το ντεμπούτο των Riot City δεν έχει ανάγκη από φλυαρίες ή θριαμβολογίες. Πρόκειται για αριστοτεχνικό δείγμα κλασικού heavy metal (με έμφαση στο US power), από τέσσερα άτομα που έχουν μεταβολίσει τη μουσική αυτή. Ένα διόλου πρωτότυπο μα άκρως καλοφτιαγμένο και εμπνευσμένο άλμπουμ αγνού ατσαλιού, με όλα τα καλοδεχούμενα κλισέ· μια στοργική διαμόρφωση ενός γνώριμου ήχου.

{youtube}vzLPSMVGNyM{/youtube}

 

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured