Έχει σημασία το ότι συμπληρώνεται μια «τριλογία» με το καινούριο, 18ο (ή 25ο, αναλόγως με το πώς αντιλαμβάνεστε τη δισκογραφία των Wings) δίσκο του Macca; Προφανώς και έχει. Άλλωστε, ακόμη και σήμερα συγκινεί πολύ κόσμο οποιαδήποτε ιστορική λεπτομέρεια, οποιοδήποτε ρεκόρ και οποιοδήποτε ανέκδοτο ή αναπαλαιωμένο εύρημα θρέφει τη μυθολογία των Beatles, των Wings και του sir Paul McCartney προσωπικά. Όπως συνέβη με το McCartney (1970) και το McCartney II (1980), έτσι και το φετινό McCartney III βρίσκει τον πατέρα όλων των pop τραγουδοποιών που σέβονται τον εαυτό τους, να είναι μόνος του στο στούντιο, να χειρίζεται όλα τα όργανα και να επιβλέπει απόλυτα τη διαδικασία της ηχογράφησης. Αποκλεισμένος εξαιτίας της καραντίνας στο σπίτι του στο Σάσσεξ, χωρίς καμία "band on the run" στο πλευρό του, ο McCartney παίζει με γνησιότητα και αρχοντιά με τους αρμούς της καινούριας του συγκομιδής ιδεών.
Ο Paul McCartney απλώνει τις μελωδικές του ιδέες –άλλες τρυφερές και άλλες σαρδόνιες– και δεν επιτρέπει στις φυσικές ρυτίδες του να φανούν στα ολόφρεσκα τραγούδια. Λες και ο χρόνος δεν του έχει αποστερήσει τους φυσικούς του χυμούς. Χωρίς να ακούγεται σαν σκιά του δαφνοστεφανωμένου παρελθόντος του, στέκεται μπροστά στην κονσόλα αντιμέτωπος με μια σειρά δυνατοτήτων και περιδιαβαίνει αγέρωχα τις μελωδικές του διαδρομές.
Δεν μπορώ παρά να καγχάσω όταν σκέφτομαι τους νεαρούς «τραγουδοποιούς δωματίου» να ιδρώνουν στις υπερωρίες για να βάλουν σε μια σειρά σε επίπεδο ενορχήστρωσης αυτά που ο Wingman τα έχει λυμένα στο κεφάλι του από το πρωί που ξυπνάει και πίνει τον καφέ του. Ακούστε με τι στυλ διαχειρίζεται τη βελούδινη ψυχεδέλεια στο συναρπαστικό “Deep Deep Feeling” στο οποίο τραγουδάει με εκείνη τη γλυκόπικρη διάθεση που έχει ένας εραστής που δεν τον καίει πια η θύελλα της ερωτικής κατάκτησης. Αφεθείτε άφοβα στη θυελλώδη όρεξη του “Slidin’”, στην πιανιστική ζεστασιά που απελευθερώνει του “Women and Wives” και στον ελκυστικό R&B ρυθμό του “Deep Down”.
Ο ΜCCartney δεν έχει καλλιτεχνικές εκκρεμότητες να τακτοποιήσει. Η κληρονομιά του και η θέση του στην ιστορία είναι δεδομένη. Επομένως, οι αξιολογήσεις και οι βαθμολογίες μας είναι ήσσονος σημασίας. Εντελώς τυπικά δεν θα του αφήσω το «οκτάρι» μόνο και μόνο γιατί αυτό το τρίτο μέρος είναι το λιγότερο πειραματικό της τριλογίας και γιατί ο μουσικός, στην τελευταία φάση της καριέρας του, μας έχει χαρίσει και πιο προσωπικά άλμπουμ, όπως το Chaos and Creation in the Backyard (2005).
Στο τέλος μιας ζοφερής χρονιάς, που και ο ίδιος βίωσε απομονωμένος, ο McCartney μας προσφέρει ένα μπουκέτο τραγούδια που δεν κουβαλάνε μονάχα μνήμες (μόνο το “Seize the Day” είναι το κλασικό «μακαρτνεϊκό» κομμάτι), αλλά φανερώνουν για πολλοστή φορά το σύγχρονο φίλτρο ενός συνθέτη που η αιώνια μουσική παλέτα του δεν έχει πάψει εδώ και εξήντα χρόνια να αποπνέει υγεία, ρομαντισμό και ζωή.