Ακούγοντας τον νέο δίσκο των Smashing Pumpkins, ένιωσα σαν να παρακολουθώ μια βαρετή πασαρέλα μόδας, στην οποία τα μοντέλα περνούσαν το ένα μετά το άλλο, σε ίδιο βηματισμό, σε τακτικούς χρόνους εμφάνισης, φορώντας πανομοιότυπα ρούχα σε ίδια χρώματα.

Θα εξηγήσω τι εννοώ.

Έχουν βγάλει σπουδαία διπλά άλμπουμ οι Smashing Pumpkins στο παρελθόν. Και παρόλο που μετά το τέλος της παραδοσιακής δισκογραφίας οι όροι έχουν μετασχηματιστεί (τίποτα δεν σημαίνει πια ο «διπλός δίσκος» ή το «πρώτο single»), κάποιες έννοιες, διατηρούν τη σημασία τους. Ένας δίσκος είναι μεγάλης διάρκειας (διπλός) γιατί υπηρετεί ένα concept, γιατί προσφέρει ένα ταξίδι διαρκείας στον θεατή: με ιντερλούδια που κόβουν τη ροή, με ακουστικές μπαλάντες που καθαρίζουν την πυκνή καθαριστική ατμόσφαιρα, με επικά τραγούδια μεγάλης διάρκειας που πειραματίζονται και συνυπάρχουν με τα φιλικότερα προς το ραδιόφωνο κομμάτια.

To CYR δεν δικαιολογεί το μέγεθός του, καθώς πρόκειται για ένα πακέτο 20 τραγουδιών, με σχεδόν ίση διάρκεια (από τρία έως τεσσεράμισι λεπτά το καθένα) με επαναλαμβανόμενη χρήση των synths, με πανομοιότυπες νεοκυματικές μελωδίες, τα οποία ο Billy Corgan τα έριξε όλα μέσα, γιατί δεν του πήγαινε η καρδιά να κόψει κανένα από την τελική διαλογή. Στο υπερφίαλο μυαλό του, μπορεί να αισθάνεται πληθωρικός συνθέτης και πολυγραφότατος ρόκερ, που αν κάτσει να γράψει έχει τον ασυμμάζευτο. Όμως, αυτός ο δίσκος των Pumpkins ακούγεται επίπεδος και φλύαρος. Κι ενώ δεν υπάρχουν κακά τραγούδια ή αποτυχημένες στραβοτιμονιές (αυτό μάλλον θα έδινε ανθρώπινο χαρακτήρα στο σύνολο παρά θα αφαιρούσε) όλα είναι εξοντωτικά υπολογισμένα.

Κάπως έτσι ακούγεται το rock της ευεξίας, για αποτοξινωμένους πλέον ανθρώπους που κουβαλάνε new wave μνήμες, αλλά δεν έχουν καθόλου ερωτικές περιπέτειες και παθιασμένες αγωνίες για να τις θρέψουν με νέες μελωδίες.

Επειδή ο Corgan παίρνει τον εαυτό του πολύ στα σοβαρά, αντιλαμβάνεται τη δισκογραφία του με σίκουελ, πρίκουελ, τριλογίες – λες και έχει σημασία να σχεδιάσεις 5EP των 6 τραγουδιών ή μια τριλογία δίσκων των 28 τραγουδιών για το καθένα. Δικαίωμά του, βέβαια, αλλά έτσι θα τον κρίνουμε κι εμείς που τον είχαμε λατρέψει όταν έβγαζε αριστουργήματα, χαρτογραφώντας τον εξωτικό πλανήτη alt rock με τα Siamese Dream (1993) και Mellon Collie & the Infinite Sadness (1995). Η ραχοκοκαλιά εκείνων των δίσκων σκιαγραφούσε μια μουσική ιδιοφυΐα που με τρυφερότητα και ωμή ειλικρίνεια τραγουδούσε με την ασυνήθιστα πνιχτή, ακανθωτή και χαδιάρα φωνή του, όσα βασάνιζαν το παράξενο μυαλό του κάτω από το ξυρισμένο κρανίο του. Όχι πια.

To CYR είναι ο πνευματικός διάδοχος του προηγούμενου δίσκου των Pumpkins με τον ανόητο τίτλο Shiny and Oh So Bright, Vol. 1 / LP: No Past. No Future. No Sun. Τώρα, γιατί δεν λέγεται αυτός ο δίσκος Shiny and Oh So Bright, Vol. 2 / LP: CYR κανείς δεν ξέρει, αλλά η αισθητική του εξωφύλλου παραπέμπει στο δεύτερο μέρος μιας τριλογίας, που θα ολοκληρωθεί το 2022 (;). Ο λόγος που φλυαρεί και αυτό το κείμενο με αυτές τις άχρηστες και βαρετές πληροφορίες είναι για να επισημάνω πως όλα αυτά τελικά δεν αφορούν κανέναν, παρά μόνο τον άλλοτε σπουδαίο frontman, ο οποίος έχει πέσει σε τέτοια παγίδα εγωπάθειας και αλαζονείας, που ενώ έχει εξαιρετικό ταλέντο στο να γεννάει rock μελωδίες και ενώ δεν πέφτει σχεδόν ποτέ κάτω από ένα αρραγές επίπεδο ποιότητας, ασχολείται τόσο με το «φαίνεσθαι», που δεν απασχολεί κανέναν. Παρά μόνο κάποιους ανθρώπους που έχουν new wave μνήμες αλλά καθόλου πάθη και αγωνίες για να τις θρέψουν με νέες μελωδίες, είπαμε.

Φυσικά στο δίσκο υπάρχουν synth rock στιγμές που είναι πληθωρικές, κάποια riff που είναι χορταστικά και η γεμάτη νευρώσεις χροιά του Billy παραμένει ανεπιτήδευτα θηλυκή, δίνοντας κάτι ρολαριστό στο σύνολο. Το CYR είναι αισθητά βελτιωμένο από την μονοκόμματη προσέγγιση του Rick Rubin που είχε χαντακώσει το Shiny and Oh So Bright, καθώς ο παραγωγός είχε καθαρίσει με Dettol τα τραγούδια και τα είχε απολυμάνει, σε βαθμό που έμοιαζαν ψεύτικα.

Πόσο αλάνθαστα θα μπορούσαν να είχαν ωριμάσει σήμερα οι Pumpkins αν ο Corgan δεν είχε μεταλλαχθεί σε ψεκασμένο, new age συντηρητικό, που τρώγεται με τα ρούχα του και την κυκλοθυμία του. Πόσο άψογα θα μπορούσαν να μεταδίδουν απλόχερα τα εξωστρεφή και επιθετικά τραγούδια τους. Πόσο αγέρωχα θα μπορούσε να κυλάει το rock 'n' roll από τα μπατζάκια τους. Όμως, δεν υπάρχει δεύτερο επίπεδο σε αυτά τα είκοσι τραγούδια. Δεν υπάρχουν σκάλες ρομαντισμού. Δεν έχουν πνευματικό κόσμο. Δεν συγκρατείς με τη μνήμη σου κανένα. Όλα έχουν ίδιο ύψος, ίδιο κούρεμα, ίδια φωνή και κάνουν πασαρέλα με το φόρεμα. Δεν χρειάζεται να τα ακούσεις όλα. Όχι γιατί έχεις κάτι σοβαρό να τους προσάψεις, αλλά γιατί κάτι σε ωθεί να παρατήσεις στη μέση το δίσκο, να ευχηθείς στον υπόλοιπο να είναι καλότυχος και καλοτάξιδος και κάπως έτσι, να χωρίσουν οι δρόμοι σας και καληνύχτα.

Ο Corgan δήλωσε ότι του χρόνου θα ακολουθήσει το τρίτο μέρος μιας τριλογίας που θα ολοκληρώνει το ταξίδι Mellon Collie (1995) και του υποτιμημένου Machina (2000). Αυτή θα είναι η τελευταία ευκαιρία για να μας ξανακάνουν να τους αγαπήσουμε μετά από είκοσι χρόνια. Ελπίζουμε σε ένα ειλικρινές και ξέφρενο πανηγύρι, ακόμα και με τίμιες αστοχίες. Ας ρισκάρουν στο στούντιο και ας πέσουν με το κεφάλι ψηλά. Τα ροκ παιδιά που ανδρώθηκαν στην Generation X και τα οποία χρωστάνε πολλά στην εναλλακτική αισθητική των πρώιμων Smashing Pumpkins θα τους κρατήσουν ζωντανούς. Αυτό που δεν θα τους συγχωρήσουν, θα είναι μια ακόμη clean cut παρέλαση τεχνοκρατικών τραγουδιών-κλώνων.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured