Το εγχείρημα ενός remix album αντάξιου του Future Nostalgia μοιάζει εξαρχής χαμένο από χέρι. Όχι μόνο γιατί ο φετινός δίσκος της Dua Lipa ηχεί ήδη κλασικός, έξι μήνες μετά την κυκλοφορία του (τότε το είχα χαρακτηρίσει ως «το καλύτερο γυναικείο, mainstream pop άλμπουμ από την εποχή του Lemonade»), αλλά και γιατί το αυθεντικό άλμπουμ ήταν από μόνο του ένας χορευτικός οδοστρωτήρας που ακόμα σαρώνει τα (όποια) clubs, έστω και στην εποχή του Covid-19.
Η βρετανο-αλβανικής καταγωγής pop star, με την (καθοριστικής σημασίας) συνεισφορά της Blessed Madonna, κάνει τώρα ένα ακόμη δώρο στους ανά τον κόσμο DJs, σερβίροντας τα κομμάτια του Future Nostalgia σε EDM εκδοχές με έντονες house και disco κατευθύνσεις, κάνοντάς το ακόμη πιο εύκολο να τρυπώσουν σε setlists και mixes. Η δουλειά που έχει γίνει είναι σε γενικές γραμμές καλή, με τα remixes να είναι υποδεέστερα των αυθεντικών κομματιών μεν, πάντα ενδιαφέροντα (και ενίοτε απολαυστικά) δε. Υπάρχει βέβαια και η εξαίρεση του “Boys Will Be Boys”, το οποίο στα χέρια του Zach Witness αναβαθμίστηκε σε ένα λατινοειδές house καλούδι και συγκαταλέγαται στα highlights, μαζί με το “Cool (Jayda G Remix)”, το “Love Again (Horse Meat Disco Remix)”, τα δύο remixes του “Break My Heart” και το νέο mix του “Love Is Religion”, που κακώς είχε κοπεί από το αυθεντικό άλμπουμ.
Πέρα όμως από τα μεμονωμένα tracks, η Dua Lipa καταφέρνει παράλληλα να παραδώσει και ένα remix album με στόχευση στη συνεκτικότητα, που στέκεται και ως ενιαίο σύνολο χάρη στις άψογες μεταβάσεις μεταξύ των κομματιών -τα οποία, ουσιαστικά, είναι ενωμένα με τρόπο παρόμοιο με εκείνον του Confessions On The Dancefloor (2005) της Madonna. Και κάπου εδώ κολλάει να ανοίξουμε μια παρένθεση και να πούμε πως η παρουσία της «βασίλισσας» στο άλμπουμ, δίπλα στην Gwen Stefani, τον Mark Ronson και τη Missy Elliott, περισσότερο υπογραμμίζει την απόλυτη κυριαρχία της Dua Lipa στο φετινό pop τερέν, παρά συνεισφέρει ουσιαστικά στο άκουσμα.
Εντέλει, πάντως, το Club Future Nostalgia δεν απογοητεύει όσους πατούν το play με ρεαλιστικές προσδοκίες. Ίσως να μην είναι η dance αποκάλυψη που κάποιοι περίμεναν, αποτελεί όμως ένα remix album καλύτερα επιμελημένο από τα περισσότερα του χώρου, έξυπνα προορισμένο τόσο για dancefloors όσο και για ακουστικά και ικανό να προσφέρει καλές δόσεις ηχητικής ντοπαμίνης, σε μια χρονιά που τόσο έχει λείψει η έκφανση της σωματικότητας στον τρόπο που βιώνουμε τη μουσική.