Το κάπως νοσταλγικό εξώφυλλο θα μπορούσε να παραπλανήσει. Ο Bob Dylan θυμάται αλλά δεν νοσταλγεί. Σε όλη την καριέρα του, εξάλλου, δείχνει να ασπάζεται αυτό που έγραψε κάποτε ο πολύ σημαντικός συγγραφέας Thomas Wolfe, και έγινε πυξίδα για τους beat και τους λοιπούς περιπλανώμενους: «Δεν μπορείς να γυρίσεις στο σπίτι –το σπίτι, η πατρίδα, έχει πάψει να υπάρχει∙ επιζεί μόνο στη ναφθαλίνη της μνήμης». Έτσι, λοιπόν, στο νέο του άλμπουμ, ο Dylan επεξεργάζεται το παρελθόν υπό το πρίσμα της σημερινής του εμπειρίας. Ανατρέχοντας στον τίτλο του σπoυδαιότερου, ίσως ,άλμπουμ, που κυκλοφόρησε από το 1980 και μετά, αυτόν του Time Out of Mind (1997), που είναι και σημείο αναφοράς για την τελευταία του δουλειά. Δεν τον βιάζει ο χρόνος.
Το Rough and Rowdy Ways, το νέο 39ο αισίως επίσημο album στη δισκογραφία του Bob Dylan είναι χαμηλόφωνο, με διακριτικές όπως πάντα, όμως καίριες στη συγχρονία ενορχηστρώσεις - tex-mex, rancheras (όμορφα είδη μουσικής από το Μεξικό στα σύνορα με το Τέξας), blues και λίγο rock ‘n’ roll. Μετά από τρία άλμπουμ (Shadows in the Night [2015], Fallen Angels [2016], Triplicate [2017]), στα οποία ο Dylan ενέδωσε στο American Songbook (όπως κάθε «αμερικανός φίλος», που γράφει και ο Graham Greene, από τον Tom Waits ως τον Mark Lanegan), παρουσιάζει δικές του συνθέσεις.
Είναι, γενικά, ρίσκο να προσπαθήσει κανείς να βαδίσει στους μπορχεσιανούς λαβύρινθους των στίχων του Dylan. Το προσωπικό με το συλλογικό είναι άρρηκτα συνδεδεμένα.
Η σημαντικότητα, όμως, του Dylan δεν αφορά μόνο τους στίχους. Η ποίησή του είναι αξεδιάλυτη με τη μουσική του. Κι είναι και ο τρόπος που εκφέρει τους στίχους. Στη νέα του δουλειά, με τις πολυδιάστατες αναφορές τους, εκτείνονται από την Anne Frank έως τον William Blake και τον David Bowie. Από τη (σοσιαλιστική) εξέγερση της Βουδαπέστης του 1956 ως τον πειρατικό σταθμό Radio Luxemburg -που μεταφέρεται, ποιητική αδεία, από τον Ατλαντικό στα Key Islands και από εκεί στο Μεξικό. Από τον Jack Kerouac ως τον Thomas Wolfe και τον Edgar Allan Poe. Από τον Al Pacino ως τον Ιούλιο Καίσαρα και από τον Sigmund Freud ως τον Martin Luther King και τον Karl Marx…Ο Dylan, χρόνια πριν βραβευτεί με το Νόμπελ, ήταν/είναι de facto ένας από τους πιο σημαντικούς ποιητές, που αξιώνει θέση πλάι στον Walt Whitman, τον Edgar Allan Poe, τον T.S. Eliot, τον Rainer Maria Rilke.
Το Rough and Rowdy Ways, ωστόσο, περιέχει πρώτα από όλα υπέροχα τραγούδια.
Το άλμπουμ εισάγει το “I Contain Multitudes”, ίσα μια σπίθα για το επακόλουθο, στακάτο Chicago-blues του "False Prophet" (πάντα ασφυκτιούσε με τον χαρακτηρισμό «Προφήτης»). Jazz-riff, κόντρα στον ρυθμό εισάγει το “My Own Version of You” και η αφαίρεση σώζει την παρτίδα. Το "I've Made Up My Mind to Give Myself to You" είναι ένα από τα ωραιότερα τραγούδια που έχει γράψει –μια απλή μελωδία, ranchera στην εισαγωγή της, τραγούδι για τους περιπλανώμενους, για τους πλάνητες. Μας φέρνει στο "Black Rider", σπανιόλικο ακομπανιαμέντο στην κιθάρα κι η φορτισμένη αφήγηση σβήνει στα γρήγορα...για να ξεχυθεί το "Goodbye Jimmy Reed" (όπου γίνεται λίγο «άδικος» στους στίχους). Κι αυτό Chicago-blues, παιγμένο με εμπειρία. Το "Mother of Muses", παρά την απέριττη country ενορχήστρωση και τη θεμιτή επίκληση στην αμερικανική Μούσα, προκύπτει πιο «ηρωικό» από όσο θα έπρεπε. Συνέχεια με στακάτο, ζόρικο blues στα μπόσικα: Dylan "Crossing the Rubicon". Το έκανε πάντα. Σε όλες του τις «μεταμορφώσεις»: περιπλανώμενος hobo-bluesman, καταραμένος ποιητής, protest-folk singer-songwriter, rock ‘n’ roll θηρίο, americana-outlaw, stadium rock-star, αναγεννημένος χριστιανός, crooner .Το μεγαλύτερο στοίχημα που κέρδισε στην καριέρα του o Dylan, μαζί με μερικούς ακόμα στον 20ό αιώνα (o Samuel Beckett, ο Miles Davis, ο David Bowie και ο Pablo Picasso, μου έρχονται πρόχειρα στο μυαλό), προσιδιάζει σε αυτό που έγραψε ο Roland Barthes για τον Beethoven: «Κέρδισε για τους καλλιτέχνες το δικαίωμα να επανεφευρίσκουν τον εαυτό τους».
Προτελευταίο κομμάτι το"Key West (Philosopher Pirate)". Μεγάλη σε διάρκεια αφήγηση, στα δέκα σχεδόν λεπτά. Αργόσυρτη. Το ακορντεόν οδηγεί τη μελωδία σε γλυκιά Ουτοπία.
Γκραν φινάλε με το σχεδόν δεκαεπτάλεπτο “Murder Most Foul". Spoken- word jazz, ενορχήστρωση, βιόλα, λίγα πλήκτρα και «σκούπες» στα τύμπανα. Στην αφήγηση, που εκκινεί από το Ντάλας στις 22 Νοεμβρίου 1963, ξετυλίγεται όλη η βρώμικη ιστορία των ΗΠΑ των 60s. Σαν να διαβάζει κανείς τις 1000 και πλέον σελίδες του Υπόγειου Κόσμου του Don DeLillo.