Επιτέλους, κύριε Saadiq! Πέρασαν 8 χρόνια από το Stone Rollin’, τον δίσκο που το 2011 μας πήρε τα μυαλά. Aν αγαπάς τη soul και σου έχει ξεφύγει, το βρίσκεις και το ακούς σήμερα κιόλας.

Αυτό που ακούγεται καταπληκτικό στην επιστροφή του Saadiq, πέραν της εκτελεστικής του υπεροχής απέναντι στους υπόλοιπους soulmen (όσους έχουν απομείνει, τέλος πάντων), είναι ότι ακούγεται όπως θα έπρεπε να ακούγεται ένας καλλιεργημένος καλλιτέχνης που δεν έχει κωλύματα να ανήκει στο περιθώριο της παλιομοδίτικης soul. Από την επουράνια χριστιανική δέηση του “Sinner’s Prayer” και την υψηλή αισθητική του γκρουβάτου μπάσου στο “So Ready”, στην έναρξη του άλμπουμ, φαίνεται πως τα νέα τραγούδια του Καλιφορνέζου δημιουργού δεν φέρουν καμία μοντέρνα μάρκα στην ούγια τους. Είναι κλασικά στον πυρήνα τους και μπορούν να ακούγονται σε κάθε περίσταση.

Στοιχηματίζω ότι ο Saadiq βαριέται να ακούει για «nu soul» και «R’n’B» υβρίδια. Ανήκει στην παράδοση της soul και αφήνεται έτσι πάνω στις κληρονομιές της: ξυπνούν μνήμες από Isley Brothers στο υπέροχο “Something Keeps Calling” (ειδικά στο σόλο της κιθάρας, που αποτελεί ξεκάθαρο tribute στον Ernie Isley), ενώ το “Belongs To God” είναι ένας μικρός θρίαμβος της θρησκευτικής gospel παρακαταθήκης, που πρώτα έχει βουτήξει στο “Ain’t Got No, I Got Life” της Nina Simone.

Δίσκοι όπως το Jimmy Lee λειτουργούν ευεργετικά, και πέραν της καλλιτεχνικής τους αξίας. Ο Saadiq γράφει τραγούδια γήινα, ευγενικά, με την ευρωστία που έρεε στους διαδρόμους της Stax κατά τη δεκαετία του 1960 και της Atlantic των 1970s. Σου ανοίγει την καρδιά και σου απευθύνεται με την ένταση του μουσικού που αγαπάει με πάθος τον Marvin Gaye και δεν χολοσκάει να κλέψει από το κοινό του, αλλοτριωμένου πια, John Legend. Τραγουδάει δε με πειθώ και γνώση: παραμένει ταγμένος στον Donny Hathaway και στον Leon Ware, αλλά διαθέτει συνάμα μπόλικη εξυπνάδα, ώστε να μην ανταγωνιστεί τη μηχανή του κάθε Drake.

Το μήνυμα εδώ είναι απλό: ο οργανικός ήχος γίνεται σημείο αναφοράς, μα και μονόδρομος για να έχει η soul κάποιο εκτόπισμα. To νιώθεις στη γκραντιόζα παραγωγή του “Kings Fall” ή στο καταπληκτικό “Rikers Island”, στο οποίο ο Saadiq τραγουδάει καθαρά, καθώς συντονίζεται στους καρδιακούς παλμούς της διαμαρτυρίας των Μαύρων Πανθήρων –απέναντι στο δικαστικό σύστημα, απέναντι στην αδικία. Πώς επίσης να αντισταθείς στη ρεαλιστική αφήγηση του “This World Ιs Drunk” ή στην αμφίσημη κατάθεση του “Glory To The Veins”, το οποίο παραλληλίζει τον έρωτα με τον εθισμό στην ηρωίνη; Πρόκειται για τραγούδια νυχτερινά, σκληρά, αλλά με ρομαντισμό, που στην αυγή του 2020 μοιάζουν με όαση απέναντι στον κυνισμό και στην απαξία.

Το Jimmy Lee προσφέρει δροσερή funk αίσθηση και έχει τα προτερήματα των δίσκων που μένουν στη ροή της soul ιστορίας ως εξέχοντες για τις προτάσεις τους. Θα είχε κερδίσει ένα περήφανο και τίμιο 8άρι, όμως αφαίρεσα έναν ολόκληρο βαθμό εξαιτίας της εκνευριστικής επιλογής να κόβονται απότομα τα τραγούδια στο τέλος τους, ώστε να μπει κοφτά το επόμενο. Σαν να έρχεται ένα αόρατο χέρι και να αλλάζει βίαια σταθμό στο ραδιόφωνο, πάνω που έχεις ξεχαστεί στη μελωδία.

Όμως το fade-out και το κενό 3 δευτερολέπτων ανάμεσα στα κομμάτια, έχει σημασία κατά την ακρόαση ενός τέτοιου άλμπουμ. Δεν καταλαβαίνω λοιπόν καθόλου γιατί πρέπει να υπάρχει αυτό το απότομο κόψιμο, που προδίδει ένα άγχος να μας κρατήσει, μη τυχόν και χάσουμε το ενδιαφέρον μας. Ας όψεται η πλημμύρα ιδεών που χώρεσαν μέσα τους αυτά τα τραγούδια.

{youtube}wm5TFNYlIbo{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured