Σε όλη του τη δισκογραφία –κυρίως σε αυτήν που υπογράφει με το όνομά του και λιγότερο σαν Smog– ο Bill Callahan εξυμνεί την ψυχική ελευθερία που έρχεται με τη μοναχικότητα ως στάση ζωής. Πάντα βέβαια τον ενδιέφερε ο άνθρωπος ως πρώτη ύλη, ως αναπόσπαστο κομμάτι του συναισθηματικού κόσμου και των ανεξίτηλων σημαδιών που αφήνονται πάνω μας, αλλά ανέκαθεν έδινε την εντύπωση ότι την πραγματική ευτυχία την έβρισκε στις μοναχικές του, φυσιολατρικές στιγμές: στο ατένισμα του βραδινού ουρανού, στα νερά ενός παγωμένου ποταμού, στα μυστικά των βουνών ή σε ένα έξοχο πρωινό, το οποίο μπορεί να σου αλλάξει τη ζωή.   

Είναι λοιπόν κάπως καινούριο και περίεργο –μα το ίδιο όμορφο– να ακούει κανείς τον Αμερικανό τραγουδοποιό ευτυχισμένο για λόγους που σχετίζονται με άλλους ανθρώπους στη ζωή του. Μετά από 6 χρόνια απουσίας, ο γάμος με τη γυναίκα του, η γέννηση του γιου του και η αποδοχή της θνησιμότητας μέσα από τον θάνατο της μητέρας του ενημερώνουν τα 20 τραγούδια του Shepherd In Α Sheepskin Vest, καθιστώντας το άλμπουμ το μεγαλύτερο σε διάρκεια ολόκληρης της δισκογραφίας του. 

Το Shepherd In Α Sheepskin Vest δεν είναι πάντως μία απλή, χρονογραφική καταγραφή αυτών των σημαντικών αλλαγών που επήλθαν στη ζωή του Callahan. Είναι περισσότερο ένας διάλογος ανάμεσα στον συνειδητό και τον υποσυνείδητο κόσμο του, με τον ίδιο να προσπαθεί να ερμηνεύσει μέσα από συμβολισμούς, αλληγορίες, όνειρα και σκηνές βγαλμένες από την πραγματικότητα, τους διάφορους ρόλους του (ως σύζυγος, γιος και πατέρας), αλλά και το απώτερο νόημα της ύπαρξης.

Έτσι, κάπου στο μέσο της απόστασης, και συγκεκριμένα στο “Son Of The Sea”, μαθαίνουμε όσα πρέπει να γνωρίζουμε: «I got married to my wife, she’s lovely, and I had a son» αποκαλύπτει ο Callahan, όντας πιο κυριολεκτικός από ποτέ. Οι λεπτομέρειες βρίσκονται διάσπαρτες σε διάφορα σημεία του δίσκου. Στην πρώην σκηνοθέτρια και νυν ψυχοθεραπεύτρια σύζυγό του, Hanly Banks, βρήκε τη γυναίκα των ονείρων του, όπως παραδέχεται με θαυμασμό στο “What Comes After Certainty”, ενώ στο “Tugboats And Tumbleweeds” δίνει συμβουλές στον μικρό του γιο, μερικές από τις οποίες θα ήθελε να είχε ακούσει και ο ίδιος στην ηλικία του, ώστε να είχε αποφύγει μελλοντικά τραύματα. 

Μερικά επίσης από το εξοχότερα κομμάτια του δίσκου αφορούν τις σκέψεις του Callahan γύρω από τον θάνατο της μητέρας του. Η συνειρμική γραφή στο “747”, το φιλοσοφημένο “When Let Go”, η θεσπέσια διασκευή στο “Lonesome Valley” των Carter Family και, τελικά, το “Circles” –το οποίο θυμίζει αρκετά τον ετεροχρονισμένα αναγνωρισμένο μουσικό των 1980s, Lewis– συνθέτουν ένα κορμό τραγουδιών στον οποίον ο Callahan αντανακλά με μοναδική μαεστρία τα συναισθήματα και τις συνειδητοποιήσεις του μετά την απώλεια του αγαπημένου προσώπου.

Πέρα από αυτές τις κυριολεκτικές κατά βάση στιχουργικές αναφορές, μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα συμβολικά στοιχεία στη γραφή του Callahan. Χρησιμοποιεί δηλαδή, σε διάφορα σημεία του δίσκου, βιβλικά αρχέτυπα όπως ποιμένες, ναύτες και ψαράδες, προσδίδοντας έτσι μία πνευματική διάσταση στην προσπάθειά του να εξηγήσει την πολύπλοκη ταυτότητα που έχει να υποστηρίξει σε αυτήν την καμπή της ζωής του. Παράλληλα, σε κομμάτια όπως το "Black Dog On The Beach”, “Camels” και “Beast”, σκάβει βαθιά σε παράλληλους, αθέατους κόσμους, σε μια απόπειρα να ξεκλέψει κρυφά νοήματα από την υποτιμημένη δύναμη των ονείρων που βλέπουμε.

Μουσικά, η νέα δουλειά του Bill Callahan διαφοροποιείται σε ορισμένες διαστάσεις της από εκείνα που γνωρίζαμε. Μπορεί σε καθαρά ηχητικό επίπεδο να μην έχουν αλλάξει πολλά, καθώς κινητήρια δύναμη παραμένει η βαθυστόχαστη americana με τα σήμα κατατεθέν, βαρύτονα φωνητικά. Σε επίπεδο δομής, όμως, τα 20 τραγούδια συνιστούν μία νέα πραγματικότητα, μιας και είχαμε συνηθίσει σε 10 συνθέσεις (το πολύ), με νοηματική και στιχουργική πυκνότητα. Αυτήν τη βρίσκει βέβαια και εδώ ο Αμερικανός τραγουδοποιός, παρά τον μεγάλο αριθμό κομματιών, καθώς υπάρχει μία νέα μελωδική και ερμηνευτική ευθύτητα, η οποία κουβαλά επιτυχώς μέχρι το τέλος το βάρος μίας τέτοιας μεγαλόπνοης δουλειάς· τόσο σε επίπεδο διάρκειας, όσο και παράλληλων, θεματικών αφηγημάτων.

Ωστόσο, παρά τα νέα πρόσωπα, τις διαφορετικές συνήθειες και τις εναλλακτικές πρακτικές, το Shepherd In Α Sheepskin Vest παραμένει μία βαθιά προσωπική υπόθεση: ένας δίσκος που μόνο ο Bill Callahan θα μπορούσε να γράψει. Ο θάνατος και η γέννηση, οι παιδικές αναμνήσεις και η πατρότητα, η πραγματικότητα και η φαντασία, μπερδεύονται μεταξύ τους και ανάγονται σε τέχνη, μέσα από την ποιητική ματιά του. Στο τέλος της μέρας, όμως, αυτό το αίσθημα μοναχικότητας παραμένει ισχυρότερο: «I sing for answers», τραγουδάει με βεβαιότητα ο Callahan στο “Call Me Anything” –και δίνει την εντύπωση πως μόνο η μουσική είναι ικανή να του χαρίσει τις απαντήσεις που ψάχνει. Επιβεβαιώνοντας πως δεν μπορούμε να αποδράσουμε από τους εαυτούς μας, παρά μόνο να προετοιμαστούμε για κάθε σενάριο της ζωής. 

Η ελευθερία είναι λοιπόν το ζητούμενο και ο Bill Callahan παραμένει ο άνθρωπος που την τραγουδάει καλύτερα από τον καθένα. 

{youtube}__AGVeQMUbk{/youtube}

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured