Ένα βράδυ, ο Danko Jones αποφασίζει να πάει για μερικά ποτά. Βρίσκει το μπαρ γεμάτο, οπότε κάθεται στη μπάρα. Δεξιά κι αριστερά του, διάφορες παρέες. Καθώς είναι μόνος, πιάνει την κουβέντα μετά από 2-3 ποτήρια. Τους λέει ότι είναι σε συγκρότημα, ότι το γουστάρει πολύ και ότι στο γκρουπ γίνονται λίγο «τρελοί» όταν πίνουν. Στο καπάκι, ο DJ βάζει Aerosmith, το “Love In An Elevator”. Στην πίστα βλέπει ένα όμορφο κορίτσι να χορεύει και πάει να της μιλήσει. Η ώρα έχει περάσει, το μαγαζί είναι έτοιμο να κλείσει, ο Danko Jones έχει ψιλομεθύσει, του λένε ότι πρέπει να φύγει. Κάνει λοιπόν μια ψιλομανούρα και, αποχωρώντας, τους διαολοστέλνει όλους.
Μετά από 2-3 ημέρες μιλάει με τους John Calabrese (μπάσο) & Rich Knox (ντραμς), οι οποίοι του υπενθυμίζουν ότι πρέπει να αρχίσουν να ετοιμάζουν το νέο άλμπουμ σχετικά γρήγορα, γιατί ήδη έχει ανακοινωθεί περιοδεία. Ο Danko Jones τους λέει να μην ανησυχούν. Παίρνει την κιθάρα και αναλογίζεται την έξοδό του. Ο πρώτος στίχος που του έρχεται είναι «I'm in a band and I love it/All I wanna do is play my guitar and rock 'n' roll»· μετά από 5 λεπτά, το τραγούδι είναι έτοιμο. Θυμάται βέβαια και την κοπέλα που είδε, οπότε γράφει το “That Girl”. Θυμάται επίσης ότι στο μπαρ είχε ακούσει Aerosmith και ότι όλοι οι θαμώνες χόρευαν –ασυναίσθητα γράφει το “Dance Dance Dance”, του οποίου η εισαγωγή σαν να φέρνει λίγο σε Aerosmith. Πειράζει;
Μέσα σε λίγες ώρες, τέλος πάντων, έχει γράψει 9 τραγούδια. Για κάποιον λόγο θέλει να φτιάξει 2 ακόμα, αλλά δεν υπάρχει έμπνευση. Έτσι, αποφασίζει για πλάκα να αναζητήσει το όνομά του στο Google και να δει τι αποτελέσματα βγαίνουν. Σε ένα άρθρο διαβάζει ότι οι στίχοι του είναι παιδικοί και λίγο «ανόητοι». Το ακούει αυτό από το 1998, όταν έβγαλε το πρώτο του EP. Μέχρι τώρα δεν έδινε σημασία, σήμερα όμως του τη βαράει κάπως. “Burn In Hell” λοιπόν και σηκωμένο το μεσαίο δάκτυλο σε όλους τους haters, γιατί κανείς δεν μπορεί να κρατήσει τη μπάντα κάτω, οπότε να και το “You Can’t Keep Us Down”. Την επόμενη ημέρα παίρνει τηλέφωνο τους Calabrese & Knox και τους λέει ότι το υλικό είναι έτοιμο. Απλά να προσθέσουν τα μέρη τους και σε 20 ημέρες φεύγουν για την περιοδεία.
Φυσικά όλα τα παραπάνω αποτελούν μυθοπλασία. Ή μήπως όχι; Μετά από 9 δουλειές, κανείς πάντως δεν περιμένει από τον Danko Jones να παίξει post-rock ή stoner! Όπως με τους AC/DC ή τους Motörhead ήξερες τι θα ακούσεις σε κάθε δίσκο, έτσι και με τους Danko Jones: η υπόθεση είναι πάντα rock 'n' roll και τίποτα άλλο. Διαβάζοντας μερικές κριτικές στο ίντερνετ για το Rock Supreme, τις βρήκα να έχουν όλες ίδιο μέγεθος. Περίπου 250 λέξεις, δηλαδή, καθώς τι άλλο να γράψεις αλήθεια για ένα άλμπουμ που είναι ίδιο με το προηγούμενο, το οποίο με τη σειρά του ήταν ίδιο με το προ-προηγούμενο κ.ο.κ.; Στο Fire Music του 2015 και στο Wild Cat του 2017 είχα βάλει χαμηλό βαθμό (δείτε εδώ και εδώ). Για το Rock Supreme θα πάω όμως λίγο ψηλότερα, γιατί βγάζει μια τσαχπινιά: έχει πιο «πουτανιάρικο» ήχο, αλλά και τη διάθεση να δοκιμάσει κάτι διαφορετικό, με πιο χαρακτηριστικό στιγμιότυπο το “Dance Dance Dance”.
Λίγες ήμερες πριν, ο Danko Jones είπε την άποψή του για το πώς γίνονται «μεγάλοι» τη σήμερον ήμερα διάφοροι καλλιτέχνες, παρόλο που η μουσική τους είναι από μέτρια μέχρι χάλια. Η απάντηση που έδωσε εστιάζει στην προώθηση που κάνει η εταιρεία και στο ότι αγοράζονται τα views και τα streams σε YouTube και Spotify. Βγάζει ασφαλώς την πίκρα του (και έχει και κάποιο δίκιο), μήπως όμως θα πρέπει να σκεφτεί καλύτερα γιατί δεν σημείωσε ακόμη την επιτυχία που (προφανώς) θέλει; Αν μιλήσουμε με όρους streaming, το πιο πετυχημένο του κομμάτι είναι το “Had Enough” με 15.500.000 streams. Σαν νούμερο κρίνεται ικανοποιητικό, αλλά σαν τραγούδι –με κάθε αντικειμενικότητα– δεν έχει τίποτα το ιδιαίτερο. Αλλά είπαμε, το ταβάνι του Danko Jones είναι κάπου εδώ, οπότε για τα δεδομένα του μια χαρά τα κατάφερε φέτος με το Rock Supreme.
{youtube}LKsZZY-m4yI{/youtube}