Παρότι κυκλοφόρησε το πρώτο της άλμπουμ ήδη από το 2002, όντας μόλις 16 ετών, η Solange Knowles δυσκολεύτηκε να πείσει το κοινό να τη δει ως αυτόφωτη καλλιτέχνιδα: περισσότερο τη συζητούσαν ως τη «μικρή αδερφή της Beyoncé». Δεν βοήθησε βέβαια ούτε η σποραδική δισκογραφική της παρουσία, ούτε κι εκείνο το περιβόητο περιστατικό στο ασανσέρ ενός ξενοδοχείου, όπου κάμερες την κατέγραψαν να επιτίθεται στον Jay-Z. Όλα αυτά, όμως, άλλαξαν ως γνωστόν με το A Seat At The Table του 2016· το τρίτο της άλμπουμ, που έκανε τους κριτικούς να παραμιλάνε και την είδε να κατακτά και το #1 της Αμερικής.
Το «σπίτι» στον τίτλο του πολυαναμενόμενου φετινού πονήματος είναι το Χιούστον του Τέξας, η πόλη στην οποία γεννήθηκε και μεγάλωσε. Σύμφωνα με την ίδια τη Solange, το When I Get Home αποτελεί μια εξερεύνηση της πόλης, όχι τόσο με όχημα έλλογες περιγραφές, αλλά περισσότερο μέσα από μια συναισθηματική ματιά. Είναι ένα ταξίδι σε όσα θυμάται, σε όσα κράτησε από τη γενέθλια πόλη. Και μια διερώτηση για το πώς αυτά την καθόρισαν –και γιατί άλλα έμειναν απλώς πίσω, στη λήθη.
Όλα αυτά, βέβαια, σε ένα πρώτο επίπεδο· και με βάση όσα η ίδια η Solange έχει αποκαλύψει μέσω δηλώσεων. Γιατί η ακρόαση του άλμπουμ, όσο κι αν κανείς θελήσει να μείνει πιστός στο προαναφερθέν αφήγημα, αποκαλύπτει μια μάλλον στρυφνή πραγματικότητα. Βλέπετε, εδώ η Αμερικανίδα έχει στήσει ένα άλμπουμ αρκετά διαφορετικό σε σχέση με το A Seat At The Table: μια συλλογή που συνολικά αποφεύγει τους εύκολους τρόπους για να δημιουργήσει οικειότητα στον ακροατή. Με τζαζ αρμονίες και ρυθμούς, αλλά με χιπ χοπ και R'n'B ήχους, το When I Get Home είναι ένα μυστήριο και δύσκολα διαχειρίσιμο έργο.
Κάπως έτσι, καθείς καλείται να βρει εκείνο που θέλει ή εκείνο που μπορεί τέλος πάντων, εντός του κατ' ουσίαν «αμπιεντικού» περιβάλλοντος. Οι συνήθως νωχελικές διαθέσεις θα μπορούσαν λ.χ. να λειτουργήσουν ως περιβάλλον χαλάρωσης για κάποιους, καθιστώντας το άλμπουμ ένα είδος καταφυγίου. Άλλοι ίσως στέκονταν στον φευγαλέο τρόπο με τον οποίον εμφανίζονται οι διάφορες ιδέες, σε συνδυασμό με τα σύντομα ιντερλούδια και την επαναληπτικότητα μελωδιών και ρυθμών, ως ένα καθρέφτισμα της σοσιαλμηντιακής πραγματικότητας –κι ένα σχόλιο επ’ αυτής, όπως έχουμε δει να κάνουν και άλλοι (π.χ. ο Kanye West). Οι κακεντρεχείς, πάλι, θα μπορούσαν, από τη δική τους μεριά, να κάνουν λόγο για μια προσποιητή αντιεμπορική στροφή της Solange, προκειμένου να αποδείξει μία και καλή ποια είναι η αληθινή αρτίστα στην οικογένεια.
Υπάρχει αλήθεια –ή έστω ψήγματα αυτής– σε όλες τις απόψεις, νομίζω. Οπωσδήποτε, ας πούμε, εντοπίζεται «επιτήδευση» εδώ: έτσι ακριβώς τον θέλησε τον δίσκο η δημιουργός του. Άλλωστε τα περισσότερα τραγούδια φέρουν αποκλειστικά και μόνο τη δική της υπογραφή, ενώ και ο τρόπος με τον οποίον χρησιμοποιείται η στρατιά των διάσημων συμμετεχόντων (Sampha, Panda Bear, Tyler, The Creator, Earl Sweatshirt και πολλοί ακόμα) δίνει νέο νόημα στον όρο «διακριτικότητα». Είναι το απολύτως προσωπικό όραμα της Solange αυτό που υλοποιείται εντός του When I Get Home, περισσότερο από κάθε προηγούμενη φορά.
Κι αυτό το όραμα θες να το δεις να κερδίζει τελικά, για διάφορους λόγους. Πρώτον, γιατί υπολογίζει στο συναίσθημα για να σε πλησιάσει, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο –και σίγουρα όχι σε προφανείς και αναγνωρίσιμες πατέντες, που θα ενεργοποιήσουν το θυμικό σου. Δεύτερον, γιατί βλέπει την έννοια «άλμπουμ» με έναν ολιστικό τρόπο· όχι ακριβώς παλιομοδίτικο, πάντως κόντρα στο ρεύμα της εποχής. Μπορεί κάποια τραγούδια (όπως τα “Almeda” και “Sound Of Rain”) να μπορούν να σταθούν ξεχωριστά, όμως υπάρχει ένα νήμα που διατρέχει το σύνολο, το οποίο δεν μπορεί να αγνοηθεί.
Και είναι κι εκείνη η ξεροκεφαλιά της Solange, που σίγουρα ήξερε ότι μια τέτοια πρόταση σχεδόν βέβαια θα αποτύγχανε να την οδηγήσει ξανά στη κορυφή των πωλήσεων. Κι όμως, την έφερε σε πέρας, αποδεχόμενη τις συνέπειες (το άλμπουμ έμεινε στο νούμερο 7 των Η.Π.Α.).
Αλλά, όπως λέει και μια παλιά παροιμία, όποιος χάνει στα charts κερδίζει στην αγάπη. Έχει λοιπόν τον σεβασμό μας, οπωσδήποτε.
{youtube}6giKIu5jUvA{/youtube}