Είναι μεγάλο πράγμα η οπτική γωνία με την οποία βλέπει κάθε κοινωνία ένα «δεδομένο» έργο τέχνης, στο διάβα της ιστορίας. Δίχως άλλωστε αυτές τις ματιές (και τα όσα μας αποκαλύπτουν για την κάθε εποχή), δεν υφίσταται πραγματική διαχρονικότητα: η περίφημη λέξη εκπίπτει απλά σε βολικώς δημοσιογραφικό κλισέ. 

Για τον ίδιο ας πούμε τον Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, πίσω στο 1722, το Wohltemperirte Clavier ήταν μια συλλογή από πρελούδια και φούγκες, απευθυνόμενη σε νέους μουσικούς που ήθελαν να ακονίσουν το ταλέντο τους στο τσέμπαλο και στο κλαβίχορδο, αλλά και σε έμπειρους βιρτουόζους, όσους επιθυμούσαν να περάσουν την ώρα τους κατά τρόπο δημιουργικό –το ίδιο περιεχόμενο είχε και το δεύτερο Wohltemperirte Clavier, μια 20αετία αργότερα. Για τον 20ό αιώνα, όμως, τα δύο αυτά έργα τοποθετήθηκαν ως ορόσημα για ό,τι γινόταν συλλήβδην κατανοητό σαν «κλασική μουσική» (παρότι ο Μπαχ ανήκει στο μπαρόκ). Και για τον Keith Jarrett πίσω στο 1987, αντιπροσώπευαν ένα τεράστιο προσωπικό και καλλιτεχνικό στοίχημα: 12 χρόνια μετά τον θρίαμβο του The Köln Concert, ο Αμερικανός τζαζίστας ήταν αποφασισμένος να εξερευνήσει βαθύτερα τις διασυνδέσεις που μπορούσαν να βρεθούν μεταξύ του δικού του κόσμου και εκείνου του Μπαχ και του Ντμίτρι Σοστακόβιτς. 

Βεβαίως, ο Jarrett έβγαλε τότε μια στούντιο ηχογράφηση πάνω στο Βιβλίο 1 του Well-Tempered Clavier (όπως αποδίδεται στα αγγλικά το έργο του Μπαχ), για την οποία έχουν ήδη γραφτεί πολλά πράγματα. Η φετινή έκδοση είναι μια αδημοσίευτη ζωντανή ηχογράφηση του ίδιου υλικού, από συναυλία στο Savings Bank Music Hall στο Troy της (πολιτείας) Νέας Υόρκης, έναν μήνα μετά την έκδοση του στούντιο άλμπουμ (Μάρτιος 1987). Αναπόφευκτα, λοιπόν, ο εν λόγω δίσκος έρχεται να λειτουργήσει ως συμπλήρωμα και το κάνει μάλιστα με την αύρα μιας ουδετερότητας: 32 χρόνια μετά, έχει κατακάτσει η σκόνη από τις κόντρες που πυροδότησε στους τζαζ και κλασικούς κύκλους η ενασχόληση αυτή του Jarrett με τον Μπαχ.

Υπάρχει βεβαίως ένα κρίσιμο ζήτημα ακουστικής, το οποίο ωφελεί νομίζω την ηχογράφηση: το Troy Savings Bank Music Hall έχει άλλωστε πολλάκις επαινεθεί για αυτήν του την ιδιότητα, η οποία χαρίζει εδώ στον Jarrett ωραίο βάθος και σε μας την ευκαιρία να ακούμε καθαρά κάθε λεπτομέρεια στο παίξιμό του. Πέραν τούτου, πάντως, αναγκάζεσαι να επαναλάβεις παρατηρήσεις που αφορούσαν κατά πρώτο λόγο τη στούντιο ηχογράφηση. Ο Jarrett αφουγκράστηκε με πολλή προσοχή και σέβας τον Μπαχ και κέρδισε τις εντυπώσεις γιατί δεν μπήκε στον πειρασμό να «αναμετρηθεί» μαζί του. Αντιθέτως, έθεσε με ταπεινότητα την (αναντίρρητη) βιρτουοζιτέ του στις υπηρεσίες του, στοχεύοντας στην καθάρια αποτύπωση του αυθεντικού έργου, δίχως ριψοκίνδυνες παρεμβάσεις στο τέμπο, στις φράσεις και στους χρωματισμούς. Μεγάλη δε σημασία είχε η επίγνωσή του ότι, εφόσον έπαιζε το έργο σε πιάνο, το τελευταίο έπρεπε να μείνει σε ένα συγκεκριμένο βεληνεκές έκφρασης και όχι να αποτολμήσει εκδρομές σε πεδία όπου τα όργανα της μπαρόκ εποχής δεν θα μπορούσαν να αγγίξουν. 

Το ίδιο πνεύμα διακρίνει λοιπόν και τη live προσέγγιση στο Βιβλίο 1 του Well-Tempered Clavier. Και δεν λέω ότι δεν χωράει συζήτηση για τέτοιες επιλογές, λέω όμως πως ό,τι ίσως κάποτε φάνηκε σε μερικά αυτιά ως δειλία ή και ως συντηρητισμός, δικαιώθηκε στο πέρας του χρόνου ως απόπειρα που επέλεξε να τηρήσει ένα μέτρο και να κρατήσει τον Μπαχ στο δικό του πεδίο, προσέχοντας τι και πόσο από την τζαζ θα κόμιζε στον επιχειρούμενο διάλογο.

Από την άλλη, υπήρξαν και οι θαυμαστές, όσοι διέκριναν τη στόφα μιας λαμπρής «ποιητικότητας» στο πώς ο Jarrett άγγιξε τον Μπαχ, φτάνοντας σε μια εκδοχή που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε ως «τζαζ δωματίου» –και ήταν ασφαλώς ταμάμ με τα όσα αναζητούσε να εκφράσει μια εταιρία σαν την ECM του Manfred Eicher. Εδώ, ωστόσο, θα βρεθώ προσωπικά στην αντίπερα όχθη. Γιατί, αν γυρίσουμε στον αρχικό στόχο του Μπαχ για το Wohltemperirte Clavier, ο Jarrett δεν είναι ο δεξιοτέχνης που πέτυχε να το φωτίσει από μια διαφορετική οπτική γωνία, αλλά ο «νέος μουσικός», που ήρθε να ακονίσει το ταλέντο του πάνω σε αυτά τα πρελούδια και σε αυτές τις φούγκες. 

Όπως και σε όλο του το έργο, ο Μπαχ διέπεται κι εδώ από στρώσεις οι οποίες συγκροτούν ένα βένθος με ιδιαίτερη πνευματικότητα. Όμως ο Jarrett δεν πετυχαίνει να καταδυθεί σε ανάλογο βάθος: παρά τη σωστή του προσέγγιση, το προαναφερθέν μέτρο και μια γενικότερη θέρμη στο παίξιμό του –που στην παρούσα ζωντανή ηχογράφηση αποτυπώνεται με διαύγεια– τα πράγματα μένουν κάπως αμήχανα όταν καλούνται να υπερβούν την παρτιτούρα, βρίσκοντας τις αόρατες ποιότητες ανάμεσα στις γραμμές της. 

Μπορεί λοιπόν για όσους προέρχονται από την τζαζ τα όσα πετυχαίνει εδώ ο Jarrett να φαντάζουν υπερ-αρκετά, ωστόσο αν έρχεσαι από μια κατεύθυνση όπου ήδη έχουν υπάρξει οι ηχογραφήσεις της Wanda Landowska και του Ralph Kirkpatrick, οι συγκρίσεις γίνονται αναπόφευκτες. Και λείπει κάτι το κρίσιμο, τόσο από τη στούντιο έκφανση της δουλειάς του μεγάλου Αμερικανού τζαζίστα, όσο και από την παρούσα ζωντανή ηχογράφηση· η οποία έρχεται έτσι να συμπληρώσει ικανοποιητικώς, μα όχι και για να προσθέσει ουσιωδώς.

ακούστε το άλμπουμ στο Spotify, πατώντας εδώ

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured