Απ’ όλες τις κλισέ λέξεις που χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν τη μουσική δημιουργία των τελευταίων χρόνων, ίσως η πιο συχνά εμφανιζόμενη είναι η «πολυσυλλεκτικότητα». Σε μια σειρά από πρωτοκλασάτους δίσκους των 2010s (από το The ArchAndroid της Janelle Monaé μέχρι το The Life Οf Pablo του Kanye West και από το Lemonade της Beyoncé μέχρι το περσινό άλμπουμ των 1975), διαπιστώνουμε μια τάση ανάμειξης πολλών και ετερόκλητων στοιχείων, άλλοτε με ισχυρή συνεκτικότητα και άλλοτε με χαλαρή –σε βαθμό που θα φάνταζε αδιανόητο σε περασμένες δεκαετίες. Ζούμε στην εποχή της πολυσυλλεκτικότητας και θα συνεχίσουμε να κινούμαστε στον αστερισμό της: όσο μουσικοί και μουσικόφιλοι απαξιώνουν τις άκαμπτες κατηγοριοποιήσεις, αρνούνται να «πολιτογραφηθούν» σε φυλές και διευρύνουν το φάσμα των επιρροών/ακουσμάτων τους, τόσο οι διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στα είδη θα θαμπώνουν.
Στο πλαίσιο της μεταμοντέρνας αυτής πολυσυλλεκτικότητας, οι Vampire Weekend υπήρξαν από τους πρώτους διδάξαντες, συνδυάζοντας έξυπνα ήδη από το ξεκίνημα της δισκογραφίας τους στα τέλη των 2000s την αμερικάνικη pop/rock με την αφρικανική ρυθμολογία, αλλά και με στοιχεία ευρωπαϊκής κλασικής μουσικής. Και παρά το γεγονός ότι τα δύο τελευταία σχεδόν εξαφανίστηκαν με την αποχώρηση-πλήγμα του Rostam Batmanglij από το συγκρότημα το 2016, ο νέος, τέταρτος δίσκος τους ακούγεται περισσότερο πολυσυλλεκτικός από οτιδήποτε έχουν κάνει στο παρελθόν.
Οι ήχοι του Father Of The Bride πηγάζουν κατά βάση από διάφορες πτυχές του αμερικανικού πενταγράμμου, επεκτείνονται στη βρετανική μουσική και συμπληρώνονται από περιορισμένα world στοιχεία. Το υπέροχο “Hold You Now” στην έναρξη, όπως και το “Married In A Gold Rush” (και τα δύο σε συνεργασία με τη Danielle Haim στα φωνητικά) βουτάνε στη δεξαμενή της neo-country. Το single-κούκλα “Harmony Hall” «μυρίζει» madchester. Το ελαφρώς cheesy “Stranger” μοιάζει βγαλμένο από early 1990s ταινία «για όλη την οικογένεια». Το “My Mistake” κλείνει τo μάτι στην piano jazz. Το “Sympathy” μπλέκει flamenco και rave. Το “Unbearably White” το λες art pop.
Το “Bambina” και το “This Life” «φωνάζουν» Paul Simon –και συγκαταλέγονται στις λαμπρές στιγμές του δίσκου. Η lead κιθάρα του “Big Blue” μοιάζει παιγμένη από τον George Harrison. Το “Sunflower” ψυχεδελίζει έντονα. To δε “Flower Moon” ξεκινάει με τη χρήση auto tune α-λα-Bon Iver και εξελίσσεται σε μια γκαζωμένη bossa nova. Και, για να ολοκληρωθεί ο ασύλληπτος πλουραλισμός του δίσκου, η tracklist κλείνει με τα urban vibes του έξοχου “Jerusalem, New York, Berlin”, το οποίο ενσωματώνει ηλεκτρονικά στοιχεία θυμίζοντας τις τεχνοτροπίες του Contra (2010), αλλά και ένα πιάνο που παραπέμπει στο Modern Vampires Of The City (2013). Για το οποίο πρέπει να πούμε, μιας και εκπνέει η δεκαετία που διανύουμε, ότι έχει κλειδώσει μια θέση στις κορυφαίες δισκογραφικές στιγμές της.
Προς απογοήτευση βέβαια των φίλων των Vampire Weekend, που περίμεναν επί 6 ολόκληρα χρόνια για την επιστροφή τους στη δισκογραφία, η υστεροφημία του Father Of The Bride δεν πρόκειται να φτάσει τα επίπεδα του προκατόχου του. Στα σχεδόν 58 λεπτά που διαρκεί, το νέο πόνημα των ταλαντούχων Ivy Leaguers εμφανίζεται παράλογα μακροσκελές και κατά τι πλαδαρό, υπονομεύοντας έτσι τις αρετές που πραγματικά διαθέτει. Δεν θα αφαιρούσε και πολλά από το σύνολο εάν έλειπαν στραβοπατήματα σαν το μελωδικά ανεπαρκές “How Long?” ή το ακατανόητα παλιομοδίτικο “Rich Man”, για παράδειγμα. Ούτε θα αποτελούσε μεγάλη απώλεια εάν κομμάτια σαν το ελαφρώς αναιμικό “My Mistake” ή το εκκεντρικό “Spring Snow” μετακινούνταν στη deluxe έκδοση, ώστε να σουλουπωθεί λιγάκι το κυρίως μέρος του δίσκου.
Παράλληλα, είναι αμφίβολο ότι ο τρόπος με τον οποίον διαχειρίστηκαν οι Vampire Weekend την πολυσυλλεκτικότητα λειτουργεί υπέρ του άλμπουμ. Είναι δηλαδή τόσο μεγάλη η διασπορά των ηχητικών αναφορών, ώστε αδυνατεί να αφήσει ευκρινές στίγμα στο τέλος της ακρόασης. Η συνισταμένη αποδυναμώνει τις συνιστώσες και εντέλει οι επιμέρους στιβαρές στιγμές «καταπίνονται» από τη θολούρα του συνόλου. Έτσι, περισσότερο νόημα έχει η μεμονωμένη ακρόαση κομματιών –τα οποία στην πλειονότητά τους βρίθουν από ενδιαφέροντα riffs, ευθύβολη στιχουργική και πλούσιες ενορχηστρώσεις με οργανική ζεστασιά– παρά η ολοκληρωμένη ακρόαση.
Παραμερίζοντας πάντως τα προβληματικά σημεία που αφορούν τη ροή και τη συνεκτικότητα, δεν απομένουν και πολλά κουσούρια για να σχολιάσει κανείς. Η λείανση των αιχμών του ήχου της μπάντας είχε ήδη αρχίσει να διαφαίνεται από την προηγούμενη κυκλοφορία και –παρότι και τότε δυσαρέστησε, αλλά και τώρα θα δυσαρεστήσει αρκετούς ακροατές– είναι δείγμα μιας αναμενόμενης ωρίμανσης. Όχι ότι είχαν ποτέ κάποια ιδιαίτερη αλητεία οι Vampire Weekend˙ είχαν όμως μια σπιρτάδα στο γράψιμό τους, η οποία δίνει όλο και περισσότερο τη θέση της σε μια vanilla rock προσέγγιση, που γεννά τραγούδια που περισσότερο μοιάζουν κομμένα και ραμμένα για soundtrack σε κυριακάτικο μπάρμπεκιου, παρά προϊόντα προς κατανάλωση για την indie κοινότητα.
Σε τελικό απολογισμό, το πρόσημο του Father Of The Bride είναι θετικό, με έναν παρόμοιο τρόπο με εκείνον που αποτιμήθηκε ως θετικό το πρόσημο του Reflektor των Arcade Fire, πριν μερικά χρόνια. Ένας καλός τέταρτος δίσκος, δηλαδή, ο οποίος έρχεται έπειτα από ένα εντυπωσιακό ντεμπούτο, ένα δεύτερο βήμα που διατήρησε τη φλόγα του πρώτου και έναν τρίτο δίσκο που διεύρυνε τη φήμη της μπάντας και της έφερε Grammy. Ένα άλμπουμ αλλαγής ύφους αλλόκοτα πολυσυλλεκτικό και αχρείαστα μεγάλο, που όμως δεν στερείται καλού υλικού. Και μια δουλειά, εν τέλει, η οποία κάνει πλουσιότερο τον κατάλογο των δημιουργών της, παρά το γεγονός ότι δεν φέρει τη λάμψη των προηγούμενων.
{youtube}IlkTVMMkCP4{/youtube}