Το ότι, προ ίντερνετ, το σήμα των Dream Theater έφτασε σε μια μικρή πόλη της ελληνικής επαρχίας, γενόμενο εστία έμπνευσης αλλά και καυγάδων για μια παρέα εφήβων, μοιάζει σήμερα με μικρό θαύμα. Πλέον, βέβαια, μας χωρίζουν πολλά χρόνια από τις αρχές των 1990s και εκείνοι οι έφηβοι έχουν μεγαλώσει, αναθεωρώντας απόψεις για τη χρησιμότητα (ή μη) των επτάχορδων κιθάρων και των εξάχορδων μπάσων ή για το αν ο Ringo Starr θα μπορούσε ποτέ να συναγωνιστεί τον Mike Portnoy(!) –συνεχίζουν πάντως να διαφωνούν σε πολλά. Μεγάλωσαν όμως και οι Theater, 50άρισαν πια· έφυγαν (sic) και τον Portnoy κάπου στη διαδρομή, μα συνεχίζουν να υπηρετούν την εν πολλοίς πατενταρισμένη από τους ίδιους φόρμα του progressive metal.

Το δίλημμα «συναίσθημα ή τεχνική;» αποδείχθηκε αφελές, όχι μόνο για την περίπτωση των 5 Αμερικανών, αλλά και για κάθε «προοδευτική» καλλιτεχνική οντότητα: η ουσιαστική συζήτηση έχει νομίζω να κάνει με το κατά πόσο η βιρτουοζιτέ υπηρετεί ουσιαστικά μια αξιόλογη σύνθεση –αν γίνεται αποτελεσματικά αναπόσπαστο κομμάτι αυτής. Σύμφωνα με τον κιθαριστή και de facto ηγέτη των Dream Theater, John Petrucci, υπήρξαν φορές που στη μπάντα του συνέβη το αντίστροφο: οι συνθέσεις υπήρξαν απλώς αφορμή για shredding. Σε κάθε περίπτωση, η μέχρι στιγμής ιστορία έδειξε ότι οι 2 πρώτοι δίσκοι When Dream And Day Unite (1989) και Images And Words (1992) όρισαν το ναδίρ και το ζενίθ αντίστοιχα της πορείας τους, «καταδικάζοντας» κάθε επόμενη κυκλοφορία να κινείται κάπου ανάμεσα.

Στο 14ο στούντιο άλμπουμ της, η μπάντα μοιάζει να απαντά στο προηγούμενο πόνημά της και στη διχογνωμία που έφερε στις τάξεις των οπαδών. Το The Astonishing (2016) ήταν μια ροκ όπερα απλωμένη σε δύο δίσκους και 34 κομμάτια, η οποία έβαλε δύσκολα ακόμα και στους πλέον φανατικούς, τόσο με το μεγαλεπήβολο της σύλληψης και υλοποίησής της, όσο και με το αχανές της δίωρης και βάλε διάρκειάς της.

Το Distance Over Time βρίσκεται στον αντίποδα εκείνης της λογικής: τα 9 κομμάτια του δεν διέπονται από κάποια υπερφιλόδοξη ενοποιητική ιδέα, μένουν συνολικά κάτω από τη 1 ώρα διάρκειας και αποτυπώνονται μέσω μιας σαφώς πιο λιτής παραγωγής. Αλλά το σημαντικότερο είναι ότι, ενώ το The Astonishing γράφτηκε εξ ολοκλήρου από τον Petrucci και τον πληκτρά Jordan Rudess, τώρα η διαδικασία συμπεριέλαβε όλο το γκρουπ. Η πεντάδα αποσύρθηκε μάλιστα για καιρό σε ένα στούντιο και έζησε μαζί μέρα και νύχτα, προκειμένου να γράψει συνεργατικά.

Αυτό το «μαζί» είναι που κάνει τούτα τα τραγούδια να πετάγονται από τα ηχεία με μια φρεσκάδα και μια μανία που είχε αρκετό καιρό να φανεί στο στρατόπεδο των Dream Theater. Από το εναρκτήριο “Untethered Angel” κιόλας, γίνεται φανερό ότι εδώ συμπυκνώνονται πράγματα, ότι η μπάντα πολύ συνειδητά ήρθε κοντά και αποφάσισε να γίνει αυστηρή με τα όρια και τα περιθώριά της.

Δεν υπάρχουν δευτεράντζες στο Distance Over Time, ούτε χαώδεις και χαοτικές αναπτύξεις (εντάξει, όχι πολλές τουλάχιστον). Αντίθετα, υπάρχει μια ροπή σε κλασικές αξίες του σκληρού ήχου και στο στιβαρό περιεχόμενο –εκείνο που αναθέτει στις ουρανομήκεις οργανικές σχοινοβασίες συνεπικουρικό και όχι πρωταγωνιστικό ρόλο. Τα βαρύτονα ριφ της κιθάρας του Petrucci, το τρελαμένο μπάσο του John Myung, τα ρευστά πλήκτρα του Rudess και τα στιβαρά τύμπανα του Mike Mangini υφαίνουν την ονειρική μαγεία, με τον James LaBrie να δίνει δυναμικό (αλλά και κάπως αβέβαιο σε σημεία) παρών. Άλλα highlights περιλαμβάνουν τον φόρο τιμής σε Led Zeppelin και Metallica “Fall Into The Light”, το “Barstool Warrior” με το α-λα-David Gilmour σόλο, αλλά και το αναπάντεχο bonus track “Viper King”, με τις Van Halen/Deep Purple απολήξεις του.

Οπωσδήποτε δεν υπάρχει εδώ σχεδόν τίποτα που να ανατρέπει ή να εμπλουτίζει εμφανώς την εικόνα που σχημάτισαν για τους Dream Theater οι 13 προηγούμενοι δίσκοι τους και τα 30 τόσα χρόνια τους στην πιάτσα. Παραμένει η πρότασή τους ακατάλληλη για τεχνοφοβικούς και για εκείνους που βρήκαν την αλήθεια μόνο στους Sex Pistols, και διατηρεί την «καρτουνίστικη» ποιότητά της: όπως οι ήρωες των κινουμένων σχεδίων αψηφούν κατά βούληση τους νόμους της φυσικής, έτσι και τούτοι οι Αμερικανοί, ακόμα κι όταν παίζουν «χαλαρά», μοιάζουν να καθιστούν απόλυτα ελαστικούς τους περιορισμούς της ανθρώπινης φυσιολογίας. Παραμένει επίσης και η ιδιότυπη ανισορροπία που διαχρονικά χαρακτηρίζει τα τραγούδια τους, με τον ενίοτε ρέποντα στο μελό και την υπερβολή στίχο να διαθέτει δευτερεύουσα θέση. Όμως το Distance Over Time δεν είναι ένα business-as-usual πόνημα· βρίθει από μελωδικά σόλα και κολλητικά ρεφρέν, τα οποία θες να βροντοφωνάζεις ξανά και ξανά.

Η απόσταση προς τον χρόνο, μάς δίνει την ταχύτητα. Οι Dream Theater το ξέρουν καλά αυτό το μέγεθος, έχουν εξερευνήσει σε βάθος τη σχέση του με τα ανθρώπινα μέτρα. Όμως ο τίτλος του φετινού τους δίσκου φαίνεται πως έχει άλλο νόημα, καθώς εντός του μοιάζουν να ατενίζουν το παρελθόν τους και να υποχωρούν έτι περαιτέρω από την πάλαι ποτέ θέση τους στην εμπροσθοφυλακή των εξελίξεων. Όπως το ανδροειδές του εξωφύλλου έρχεται δηλαδή αντιμέτωπο με τα απομεινάρια ενός πολύ μακρινού προγόνου του, έτσι και οι πέντε μουσικοί υπερήρωες επιστρέφουν στα όσα τους ενέπνευσαν να γίνουν αυτοί που μάθαμε και αγαπήσαμε· στο πυρηνικό πάθος τους για τη μουσική.

Σίγουρα η λογική λέει ότι οι Dream Theater δεν μπορούν να απευθυνθούν στους σημερινούς εφήβους, με τον τρόπο που το έκαναν κάποτε. Θα έχουμε πάντως την ευκαιρία να το διαπιστώσουμε ιδίοις όμμασι στις 2 Ιουλίου στην Αθήνα, παρατηρώντας το κοινό που θα κατέβει στο Θέατρο Άλσος για να τους συναντήσει.

{youtube}WAbiQvDlwtk{/youtube}

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured