Η καθομιλουμένη γλώσσα σπάνια αποπνέει αέρα μυστηρίου· η τριβή μαζί της στερεί το χαρακτηριστικό αυτό από τα άτομα που τη χρησιμοποιούν, σε μεγάλο βαθμό. Να ίσως γιατί οι δικοί μας black metal μουσικοί άργησαν κάπως να βάλουν ελληνικά στους τίτλους ή στους στίχους τους –πιθανή πρωτιά είναι το Diabolou Archaes Legeones των Thou Art Lord, το 1993.

Από την άλλη, η ελληνική γλώσσα αναβλύζει αλλόκοτο αέρα για μεγάλο τμήμα του παγκόσμιου στερεώματος. Από την αδυναμία κατανόησης που εκφράζεται μέσω της γνωστής αγγλικής έκφρασης «it all sounds Greek to me», μέχρι το τραγελαφικό «γεια σου, καληνότσες» ξόρκι που ακούστηκε σε ένα επεισόδιο της Ζήνας, διαφαίνεται μια εξωτικότητα ως προς τη σύλληψη των ελληνικών από το συλλογικό συνειδητό όσων δεν τα γνωρίζουν. Αυτό έχει βέβαια να κάνει με το διαφορετικό αλφάβητο, αλλά και με την πρακτική ανυπαρξία χρήσης της γλώσσας εκτός των ελληνικών και κυπριακών συνόρων, καθώς και με τη βαρύτητα της αρχαιότητας στην εξαγώγιμη εικόνα της Ελλάδας. Εύκολα, λοιπόν, τα ελληνικά μπαίνουν σε μια θέση παρόμοια με εκείνη των λατινικών, ως γλώσσα απομακρυσμένη και άρα μαγική, γεμάτη με κρυπτικούς, αποκρυφιστικούς φθόγγους.

Κάπως έτσι τη χρησιμοποιούν και οι παλαίμαχοι Mystifier στον τίτλο του νέου τους δίσκου Πρωτόγονη Μαύρη Μαγική Δυναστεία· όχι ό,τι πιο ευκρινές νοηματικά, αλλά σίγουρα έχουμε δει πολύ χειρότερη διαχείριση της ελληνικής γλώσσας. Εδώ τουλάχιστον τα πράγματα είναι γραμματικώς και συντακτικώς σωστά, ενώ η γραφικότητα δικαιολογείται στη βάση ενός pulp αποκρυφισμού.

Οι Βραζιλιάνοι δεν έχαιραν ποτέ κάποιας τεράστιας αναγνώρισης, παρ' όλη την αναμφίβολη ποιότητα δίσκων όπως το Göetia (1993) και το Wicca (1992). Ο ήχος τους χρώσταγε αρκετά στους Sarcofago, αλλά και στη Μεσόγειο: πηχτός, με έμφαση στο μπάσο, σπηλαιώδης, θορυβώδης και συνάμα ατμοσφαιρικός, με φωνητικά τα οποία σέρνονταν ψιθυριστά (κατά τη σχολή των Varathron) και απάγγελλαν. Δίχως να διαλυθεί επισήμως, η μπάντα είχε παραλύσει δισκογραφικά από το 2001 έως πέρυσι, οπότε και εμφανίστηκε το single “Weighing Heart Ceremony”.

Ο δίσκος είναι ένα ταξίδι σε εποχές εμπνευσμένης απλότητας, ευθύτητας και μυστηριακής τελετουργίας. Στα φωνητικά τα πράγματα έχουν αποκτήσει μεγαλύτερη ποικιλία και δείχνουν να περνάνε μια δεύτερη νιότη: καθαρές απαγγελίες και τραγούδι, βορβορώδεις ιαχές, αφηγήσεις με τη νευρική μονοτονία των Inquisition και κάποια οργιώδη συμπλέγματα βδελυρών ερμηνειών. Οι κιθάρες παραμένουν σε αυτό το χαρμάνι της μεσογειακής σχολής, με πολλά μελωδικά θέματα ανατολίτικης υφής (στο pulp πεδίο από όπου αντλούν οι Mystifier, η Ανατολή είναι συνυφασμένη με την εξωτική μαγεία). Η ακρότητα επίσης δίνει το παρών, με θεόρατα blastbeats και τον όγκο του bestial metal, με πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα το φοβερό “Al Nakba (666 Days Οf War)”. Οι περισσότερες συνθέσεις είναι αξιοπρεπέστατες· παρόλο που δύο ή τρεις θα μπορούσαν να λείπουν, αλαφραίνοντας το σκαρί της διάρκειας, όλες έχουν αναπάντεχη φρεσκάδα και αφηγηματική ευθύτητα.

Ο δίσκος είναι μια μελετημένη, δημιουργική αναβίωση ενός κολασμένου, τελετουργικού ήχου, κράμα της ελληνικής και λατινοαμερικάνικης μαυρομεταλλικής σκηνής των 1990s (υπόψιν πως μεταξύ των καλεσμένων συμπεριλαμβάνεται και ο Jim Mutilator των Rotting Christ/Varathron). Τα 18 χρόνια συνθετικής ηρεμίας φαίνεται πως άνθισαν σε ένα πληθωρικό σύνολο, το οποίο θέλει να φωνάξει ότι θυμάται την εφηβεία του και την τραβάει μαζί του στο τώρα, σχεδόν άφθαρτη.

{youtube}gj7-ukOGEco{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured