Τοποθετημένο στην έναρξη του δίσκου, το "Forecast" λειτουργεί σαν άτυπη βινιέτα, η οποία εκπέμπει αποτελεσματικό «σήμα» για το τι να περιμένεις στη συνέχεια: φτάνει σχεδόν σε 10 λεπτά διάρκειας χωρίς φλυαρίες, μένει λιτό και προσγειωμένο και παντρεύει αποτελεσματικά το σύγχρονο τζαζ πιάνο με αιθέρια κρουστά.

Ο Εσθονός πιανίστας Kristjan Randalu είναι παιδί από «καλό σπίτι», κυριολεκτικά και μεταφορικά. Κυριολεκτικά, γιατί είναι γιος του Kalle Randalu, (ενεργού) καθηγητή πιάνου στη Hochschule für Musik στην Karlsruhe της Γερμανίας. Μεταφορικά, γιατί και ο ίδιος έχει ένα γερό μουσικό βιογραφικό, με σπουδές λ.χ. στη Royal Academy of Music της Βρετανίας.

Περισσότερη πάντως σημασία από τις περγαμηνές, έχει το γεγονός ότι, ύστερα από 15 χρόνια στη δισκογραφία, βρίσκεται τώρα στο ρόστερ του Manfred Eicher, να εκπροσωπεί μια γενιά δεξιοτεχνών γύρω στα 40, οι οποίοι προσπαθούν να γίνουν τα επόμενα μεγάλα ονόματα στην ευρωπαϊκή τζαζ και στον ενδιάμεσο με την κλασική μουσική κόσμο που ευδοκιμεί εκεί στα μέρη της ECM. Και στο Absence η προσπάθεια αυτή πετυχαίνει, ακόμα και αν εγείρονται ορισμένες σημαίνουσες ενστάσεις.

Το Absence είναι ταυτόχρονα μια συλλογική δουλειά κι ένα προσωπικό πόνημα. Δίπλα στον Randalu αξιοποιείται ο Αμερικανός κιθαρίστας Ben Monder (οι δυο τους έχουν συνεργαστεί και στο παρελθόν), ενώ τα τύμπανα παραδίδονται στον Φινλανδό Markku Ounaskari, «μανούλα» στο τι ζητάει ένας δίσκος της ECM όσον αφορά την κατασκευή ατμόσφαιρας βάσει ελλειπτικών μοτίβων. Γενικά μιλώντας, οι μουσικοί δείχνουν να γνωρίζουν καλά τη γλώσσα των τζαζ τρίο και δεν δυσκολεύονται έτσι να συνυπάρξουν και να αλληλοσυμπληρωθούν, έστω κι αν η κιθάρα του Monder περιορίζεται συχνά σε έναν άχαρα διακριτικό ρόλο. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, δεν σου διαφεύγει το γεγονός ότι εδώ υπηρετείται ένα όραμα καλά σχεδιασμένο από τον Randalu, ο οποίος διαθέτει ισορροπημένη αντίληψη τόσο για θέματα δομής, όσο και για το πόσος αυτοσχεδιασμός μπορεί να χωρέσει στο αποτέλεσμα.

Παίζοντας με αξιοθαύμαστο μέτρο, αλλά και με αυτοπεποίθηση όσον αφορά το ευέλικτο τέμπο, ο Randalu οδηγεί τους συντρόφους του σε διάφορες κορυφώσεις, που δεν διακρίνονται μόνο για τη βιρτουοζιτέ τους, αλλά και για την αισθητική τους ουσία, στοιχείο που υπογραμμίζει περαιτέρω η παραγωγή του Eicher. Κι εδώ βρίσκεται ένα καθοριστικό σημείο προσδιορισμού της αξίας του Absence, το οποίο έχει κάτι παραπάνω να προσφέρει από τη σωρεία δεξιοτεχνικών δίσκων που αποθεώνει μάλλον άκριτα η σύγχρονη τζαζ κριτική, η οποία δυστυχώς ρέπει όλο και περισσότερο προς το χειροκρότημα της μουσικής που φτιάχνεται για μουσικούς και όχι για το υπόλοιπο κοινό.

Στο ίδιο ακριβώς σημείο, ωστόσο, έρχεται να αρθρωθεί και μια βασική ένσταση. Αφού μας δείχνει τις δυνάμεις του, ο Randalu στρέφει τον δίσκο προς μια συντηρητική κατεύθυνση εκεί περί τα μισά, δείχνοντας μια κάποια δουλικότητα απέναντι στην ECM συνθήκη. Ας μην παρεξηγηθούν τα γραφόμενα: είναι μια σπουδαία εταιρεία η ECM, αλλά όπου να 'ναι συμπληρώνει 50 χρόνια ιστορίας. Ό,τι λοιπόν υπήρξε κάποτε πρόταση –και μάλιστα ρηξικέλευθη– πλέον (μπορεί και να) αποτελεί σύμβαση. Περιμένεις λοιπόν ότι νέο, ταλαντούχο αίμα σαν τον Randalu θα μπει σε αυτόν τον κόσμο κάπως για να τον ανακατέψει, αν όχι (γιατί όχι;) να τον ανατρέψει. Εν τέλει, όμως, τον ακούμε εδώ να χασομερά σε πράγματα που ήδη έχουν κατακτηθεί, πριν ξαναπάρει τα πάνω του και οδηγήσει τον δίσκο σε ένα άξιο φινάλε.

Η τελική εντύπωση, πάντως, παραμένει θετική. Ο Kristjan Randalu δείχνει ότι κατέχει τα «μυστικά» της λιτής, αφηρημένης ομορφιάς που συνδέθηκε με τις μεγάλες μέρες του ήχου της ECM. Περιμένουμε λοιπόν να τον ακούσουμε να αποκτά περισσότερη αίσθηση της περιπέτειας στα χρόνια που έπονται.  

{youtube}j6mrY4-48Zs{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured