Οι Sonar είναι ένα κουαρτέτο από τη Ζυρίχη, ενεργό από το 2010 και αποτελούμενο από δύο ηλεκτρικές κιθάρες (Bernhard Wagner & Stephan Thelen), ένα μπάσο (Christian Kuntner) και ένα σετ ντραμς (Manuel Pasquinelli). Ασκούνται σε ένα ορχηστρικό ροκ, το οποίο δίνει την πρωτοκαθεδρία σε ρυθμούς που περιγράφονται από περίεργα κλάσματα (7/8, 11/8 κλπ.) και στην αρμονική συμπεριφορά εξίσου ασυνήθιστων κουρδισμάτων (στη βάση των λεγόμενων τρίτονων ή διαστημάτων αυξημένης τετάρτης ή «diabolus in musica»).
Είναι μια μουσική που τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως φαίνεται ίσως κάπως στεγνή, τεχνοκρατική ή έστω μαθηματική: τα κλάσματα μετράνε την περιοδικότητα δύσκολων ρυθμών, το κούρδισμα στην ουσία μετράει διαστήματα, ορίζοντας έτσι τη συμμετρία της αρμονίας –μια συμμετρία που στην προκείμενη καθοδηγείται από τα διαστήματα μεταξύ τριών τόνων, που θεωρούνται τα πλέον διάφωνα (εξ ου και το «διαβολικό» παρατσούκλι τους). Γενικώς, μια σύνθεση των Sonar μοιάζει περισσότερο με μια εξίσωση με πολλές μεταβλητές.
«Οι αριθμοί είναι παντού στη μουσική μας» λέει σε μια συνέντευξή του ο βασικός συνθέτης του σχήματος Stephan Thelen (εδώ) και ανασύρει Πυθαγόρειους νόμους και τετραγωνικές ρίζες για να εξηγήσει τα πώς και τα διότι. Ευλόγως ίσως, η δεξιοτεχνία των Sonar δεν αναδεικνύεται μέσω σολιστικών ή παρόμοιων παρεκβάσεων, αλλά με μία πολλές φορές εμμονική προσήλωση στο εσωτερικό των επαναλαμβανόμενων μοτίβων και με την πειθαρχία με την οποία κουρδίζονται στα περίεργα εκείνα κλάσματα των ρυθμών.
Κάπου εδώ προκύπτει το προαιώνιο ερώτημα: μπορεί μια μουσική που διέπεται από μία τόσο αυστηρή γεωμετρία να αποκτήσει πρόσβαση στις συναισθηματικές επικράτειες του ακροατή της; Μπορούν όντως οι αριθμοί και οι εξισώσεις να αποκτήσουν συναισθηματική νοημοσύνη;
Θα κάνουμε μια μικρή παράκαμψη για να βάλουμε στη συζήτηση έναν συντοπίτη των Sonar, τον πιανίστα Nik Bärtsch, ο οποίος με τα δύο πρότζεκτ που διευθύνει, τους Ronin και τους Mobile (αμφότερα με δισκογραφία στην ECM), έχει δώσει μια απάντηση στο παραπάνω ερώτημα, ξεκάθαρα καταφατική. Εκτός από τα δύο σχήματα, ο Bärtsch διατηρεί για χρόνια και ένα residency, τις Δευτέρες στο Exil της Ζυρίχης· κάτι που, εκτός από τη βραδινή συναυλία, περιλαμβάνει και ένα απογευματινό workshop πάνω σε ό,τι ο ίδιος αποκαλεί «ritual groove music». Από τον κύκλο αυτόν, ο Thelen με τον Wagner γνώρισαν τον Pasquinelli, ο οποίος έχοντας ήδη μυηθεί στις μεθόδους του Bärtsch ήταν ο κατάλληλος υποψήφιος για να αναλάβει τα τύμπανα στο σχήμα που σκέφτονταν να φτιάξουν. Το σχήμα φτιάχτηκε και, όταν ήρθε η ώρα να καταγράψει τις πρώτες του σκέψεις, το έκανε στο label του Bärtsch, τη Ronin Rhythm Records, κυκλοφορώντας εκεί το A Flaw Οf Nature το 2012.
Η σύνδεση μπορεί να πάει και παρακάτω, διότι το «ritual groove» του Bärtsch συγγενεύει αρκετά στενά με το «minimal groove» των Sonar. Και τα δύο μοιάζουν να μοιράζονται μεθόδους και επιδιώξεις, παρότι διαφοροποιούνται ως προς τα μέσα, με τους Sonar να χρησιμοποιούν τη ροκ αισθητική για να δώσουν οξύτητα και κατεύθυνση στον ήχο τους. Και στις δύο περιπτώσεις, πάντως, η μουσική χαρακτηρίζεται από τη γεωμετρία των πραγμάτων, με τις συμμετρίες και τις ασυμμετρίες να της προσδίδουν μια εξερευνητική ή διαλογιστική αξία (στην περίπτωση του Bärtsch και μια αναμφισβήτητη καταπραϋντική λειτουργία). Και στις δύο περιπτώσεις. επίσης, το γκρουβ συνάγεται συνηθέστερα διά της επανάληψης των ασυνήθιστων ρυθμικών μοτίβων και περισσότερο διαχέεται στη σπειροειδή κίνηση με την οποία η μουσική στρέφεται προς το εσωτερικό της, παρά δηλώνεται ρητά με εμφατικό τρόπο και εξωστρεφείς διαθέσεις.
Το drumming του Pasquinelli είναι ένα σημείο-κλειδί, καθώς στους Sonar ο ρυθμός δεν είναι απλώς ένα βασικό δομικό στοιχείο της μουσικής, είναι μάλλον η ίδια η δομή της· και είναι μετρημένο και με τις δύο σημασίες: είναι αφενός ακριβές, χωρίς ποτέ να αποσπάται από τα μετρικά του καθήκοντα, και αφετέρου διακριτικό, χωρίς να επιβάλλει την παρουσία του με αχρείαστες εντάσεις, προσηλωμένο στη γενική αρχή του «less is more». Το βαθύ μπάσο του Kuntner παρακολουθεί και συμπληρώνει, προσφέροντας επίσης και την απαραίτητη γείωση, ενώ οι δύο κιθάρες μπλέκουν θαυμάσια τους αρπισμούς και τις συγχορδίες τους μέσα στη ρυθμική αγωγή των κομματιών, έχοντας επιπλέον την αρμοδιότητα να υφάνουν τον αρμονικό και ατμοσφαιρικό ιστό της μουσικής.
Εδώ μπαίνει στην κουβέντα και ο David Torn, ο υψηλός προσκεκλημένος των Sonar, με το πλούσιο βιογραφικό και τις συνεργασίες (ως κιθαρίστας ή/και ως παραγωγός) με καλλιτέχνες όπως ο David Bowie, η Tori Amos, ο Don Cherry ή ο Tim Berne. Στο Vortex ο Torn κουμπώνει θαυμάσια με το δίδυμο των κιθαρών των Wagner & Thelen και προσφέρει επίσης ορισμένες εξόχως ηλεκτρισμένες κορυφώσεις. Αναλαμβάνει επίσης την παραγωγή, καταλήγοντας με έναν ήχο ο οποίος αναδεικνύει το σπειροειδές μουσικό σύμπαν των Sonar.
Ο δίσκος απλώνει τις 6 συνθέσεις του μέσα σε σχεδόν 60 λεπτά και είναι κάπως βραδύκαυστος, με την έννοια ότι, για να σου δώσει το «minimal groove» του, πρέπει πρώτα να σε κάνει να αισθανθείς οικεία μέσα σε αυτήν την περίεργη γεωμετρία του. Το καταφέρνει, όμως. Καταφέρνει δηλαδή καταρχάς να μην κάνει την πρόσβαση όσο δύσκολη μπορεί να φαίνεται βάσει των παραπάνω, όπως επίσης και να παράγει όντως εκείνο το γκρουβ, αφήνοντάς το να διαχυθεί μέσα στις απλωτές του συνθέσεις και να πάρει, εννοείται, διάφορες τιμές έντασης. Ίσως βέβαια το γκρουβ να παραγίνεται εγκεφαλικό σε ορισμένα σημεία, τούτο όμως δεν σημαίνει ότι το Vortex είναι συναισθηματικά στείρο. Τουλάχιστον όχι όσο θα περίμενε κανείς μέσα σ’ ένα τόσο ορθολογικοποιημένο περιβάλλον. Είναι κι αυτό μια κάποια κατάκτηση.
{youtube}t1o08CcoiNY{/youtube}