Ομολογουμένως, ένα πρότζεκτ σαν αυτό των Masada (βλ. και εδώ) θα πρέπει να πέφτει κομματάκι βαρύ, ακόμα κι αν είσαι ο John Zorn (ή, από την άλλη, ακριβώς αν είσαι ο John Zorn). Έργο το οποίο επεκτάθηκε σε 3 βιβλία συνθέσεων, σε μια βασική δισκογραφία 52 CD, και απασχόλησε τον πολυμήχανο Οδυσσέα του νεοϋορκέζικου downtown για 24 ολόκληρα χρόνια (από το 1994), αποσπώντας τον δηλαδή από τις διάφορες τρέλες που –σίγουρα– θα του έρχονταν κατά νου. Με την κυκλοφορία του 3ου και τελευταίου βιβλίου Book Beriah να έχει ήδη δρομολογηθεί (τα 10+1 CD του είναι ήδη διαθέσιμα σε pre-order), είπε έτσι να ξεκαπνίσει λιγάκι.
Άφησε λοιπόν την εβραϊκή του κληρονομιά στην ησυχία της και έπιασε το παιχνίδι. Για τον σκοπό αυτό, φώναξε κοντά του έναν και μόνο άνθρωπο, κάνοντας μια επιλογή που φαινόταν εκ των προτέρων ότι θα ήταν –και είναι όντως– ένα σίγουρο χαρτί. Ο λόγος για τον Ches Smith, ο οποίος έγινε αρχικά γνωστός μέσω της indie ιδιοτροπίας των Xiu Xiu (στις αρχές της δεκαετίας του 2000), για να εξελιχθεί σύντομα σε έναν από τους πιο περιπετειώδεις ντράμερ του downtown, ηχογραφώντας με σπουδαίους μουσικούς, όπως ο Tim Berne και το σχήμα των Snakeoil, ο Marc Ribot και το σχήμα των Ceramic Dog, ο Trevor Dunn, η Mary Halvorson ή οι Secret Chiefs 3 του Tray Spruance, χώρια μια θαυμάσια προσωπική δουλειά στην ECM, τον δίσκο The Bell του 2016.
Ένα στοιχείο που καταδεικνύει το παιγνιώδες της παρούσας σύμπλευσης είναι ότι ο «ντράμερ» Ches Smith σπανίως παίζει ντραμς, όπως κι ο «σαξοφωνίστας» John Zorn σπανίως παίζει σαξόφωνο. Τέτοιες συμβάσεις δεν χρησιμεύουν ιδιαίτερα στο Urmuz Epigrams, σ’ έναν δίσκο δηλαδή ο οποίος τεστάρει τη δημιουργικότητα των δύο μουσικών και ταυτόχρονα τις αντοχές του ακροατή του, με τη συνεχή του τάση για αποδόμηση, τις αντιθέσεις που, προφανώς, αφήνει ανεπίλυτες, και τις αναπάντεχες πηγές παραγωγής ήχου. Ας σημειωθεί ότι μεταξύ των οργάνων που αποδίδονται στον Zorn (πιάνο, σαξόφωνο, ηχητικά εφέ κ.ά.) βρίσκουμε και αυτό που ονομάζεται «game calls»: την καθοδήγηση δηλαδή της αυτοσχεδιαστικής δράσης στη βάση προαποφασισμένων σεναρίων, τα οποία, εννοείται, απλώς περιγράφουν το γενικό πλαίσιο της δράσης, αφήνοντας τα υπόλοιπα στην ευχέρεια της υλοποίησης. Ας σημειωθεί επίσης ότι ο Zorn έχει και μια σχετική προϋπηρεσία, καθώς ενέδωσε σε διάφορα σημεία της πορείας του σε παρόμοια παιχνίδια (πιο γνωστή στιγμή, ο δίσκος Cobra του 1987).
Κάτι εξίσου σημαντικό (στο οποίο αξίζει να ξοδέψουμε δυο γραμμές παραπάνω) είναι ότι οι Zorn & Smith εμπνέονται από έναν περίεργο Ρουμάνο λογοτέχνη, τον Urmuz (πραγματικό όνομα, το μεγαλοπρεπές Demetru Demetrescu-Buzău). Ο Urmuz (1883-1923) θεωρείται σήμερα ένας παράξενος προγονικός σταθμός του σουρεαλισμού (και όχι του dada, όπως αναφέρεται στο ενημερωτικό κείμενο της έκδοσης, με το οποίο δρούσαν την ίδια εποχή) και από τις πρώτες (αν όχι η πρώτη) σημαντικές μορφές του ρουμανικού avant-garde, το οποίο λίγα χρόνια αργότερα θα έβγαζε έναν Ευγένιο Ιονέσκο.
Εν ζωή, πάντως, ο Urmuz δεν είχε τέτοιους τίτλους τιμής. Είχε μια συμβατική δουλειά στο δικαστικό σώμα και δρούσε στο λογοτεχνικό περιθώριο της εποχής του· μιας ιδιαιτέρως ταραγμένης εποχής, παρεμπιπτόντως, που ενέπλεξε τη Ρουμανία σε δύο πολέμους (Βαλκανικούς και Α’ Παγκόσμιο). Από μαθητής, παρόλα αυτά, άρχισε να αντιμετωπίζει τον καθωσπρεπισμό και τη σοβαρότητα τριγύρω του με αλλόκοτες φάρσες, στοιχείο που αργότερα μετέφερε και στη μορφή της σύντομης πρόζας, την οποία έγραψε κυρίως τη δεκαετία του 1910 και άρχισε να εκδίδει το 1922, μέχρι τον απροσδόκητο θάνατό του, με δημόσια αυτοκτονία, έναν χρόνο αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 1923.
Δεν χρειάζεται να κάνουμε δίκη προθέσεων για να σκεφτούμε τι μπορεί να βρήκε δελεαστικό ο John Zorn στη φιγούρα του Urmuz. Δύο στοιχεία μοιάζουν αρκετά: αφενός η αποδομητική λειτουργία της φάρσας όταν λειτουργεί ως το βασικό μέσο της αφήγησης και αφετέρου το πέπλο που καλύπτει τον ίδιο τον φαρσέρ, ο οποίος πέρασε τα χρόνια του στην αφάνεια και αναγνωρίστηκε μετά τον θεαματικό του θάνατο, δίχως να έχει εντωμεταξύ παραλείψει να εμπλουτίσει τα γραπτά του με έναν κάποιον εσωτερισμό ή μυστικισμό (μαζί, φυσικά, με τον εγγενή σουρεαλισμό της φάρσας).
Βεβαίως, το ζήτημα εν προκειμένω (μιας που μιλάμε για έναν μουσικό δίσκο) έγκειται στο πώς η φάρσα μετατρέπεται σε ήχο κι αν αυτός ο ήχος έχει κάποιο νόημα πέρα από εκείνο που αποκτάει ανακλαστικά, βάσει της ιστορίας που φιλοδοξεί να υπηρετήσει. Η απάντηση είναι βεβαίως καταφατική.
Δεν νομίζω ότι θα κάνουμε φοβερό άλμα αν πούμε ότι η φάρσα και ο αυτοσχεδιασμός έχουν (ή, τέλος πάντων, μπορούν να έχουν) ένα κοινό χαρακτηριστικό ή μια κοινή επιδίωξη, την οποία ο Zorn έχει εντοπίσει εδώ και πολλά χρόνια: τη διάθεση να υπονομεύσουν μια δεδομένη πραγματικότητα. Είτε αυτή η πραγματικότητα είναι η σοβαροφάνεια μιας σχολικής τάξης στα τέλη του 19ου αιώνα, είτε μια δομή για την οποία έχει αποφασιστεί πριν τη μουσική πράξη και με σαφήνεια τι θα πρέπει να θεωρείται «σωστό» και τι «λάθος», και τα δύο, φάρσα και αυτοσχεδιασμός, σκοπεύουν να τη ρευστοποιήσουν, να παίξουν μαζί της ή και να την περιπαίξουν. Το χιούμορ, άλλωστε, δεν έλειψε ποτέ από τον αυτοσχεδιασμό, αν για παράδειγμα σκεφτούμε πόσα αντικείμενα οικιακής χρήσης έχουν κατά καιρούς ιδιοποιηθεί για τις ανάγκες του.
Από τις συνθέσεις του Urmuz Epigrams, το “This Piano Lid Serves As A Wall” (ακολουθεί του κειμένου) θα μπορούσε να είναι ενδεικτικό. Κεντρικό εδώ είναι ένα μάλλον βικτωριανής μελαγχολίας θέμα του Zorn στο πιάνο, το οποίο αργότερα θα συνοδεύσει ο Smith με το βιμπράφωνο. Όμως ο τίτλος βάζει στο παιχνίδι και το καπάκι του πιάνου που, όρθιο όπως στέκει, λειτουργεί ως ένας τοίχος πάνω στον οποίον σμπαραλιάζονται διάφορα δύσμοιρα ζωντανά και σταματάνε βιαίως όλα τα υπόλοιπα ηχητικά συμβάντα που επιχειρούν να παρεισφρήσουν. Το θέμα, παρόλα αυτά, συνεχίζεται, ίσως ενσωματώνοντας στη μελαγχολία του εκείνα που αποκλείει, ίσως μη κατανοώντας προς τι ο όλος χαμός.
Κάπως αντίστοιχα κινείται το σύνολο του δίσκου, με τα κομμάτια να εστιάζουν στις αντιθέσεις τους και να στήνονται με σκοπό να περιγράψουν ηχητικά μια αναπάντεχη αλληλουχία συμβάντων, θυμίζοντας περισσότερο θεατρικά μονόπρακτα, παρά τυπικές συνθέσεις μουσικής. 8 κομμάτια τα οποία αναπαράγουν τον εαυτό τους, προσφερόμενα σε δύο εκδοχές, «modern» και «original», με τη διαφορά να έγκειται στην προσθήκη του κλασικού «σκρατς» και στις περιορισμένες συχνοτικά δυνατότητες των παλιών δίσκων γραμμοφώνου σε όλη τη διάρκεια της «original» εκδοχής.
Είπαμε και πριν πως ένα τέτοιο εγχείρημα τεστάρει τη δημιουργικότητα των μουσικών, και οι Zorn & Smith περνάνε με άνεση (και μάλλον αναμενόμενα) ένα τέτοιο τεστ. Το Urmuz Epigrams σίγουρα δεν είναι η κορωνίδα της δισκογραφίας κανενός από τους δύο, είναι όμως ένας από τους πιο διασκεδαστικούς δίσκους που θα ακούσετε φέτος, και ένα εγχειρίδιο για το πώς κάτι τέτοιο (ένας διασκεδαστικός δίσκος μουσικής) μπορεί να καταστεί εφικτό, χωρίς η φάρσα να ξεπέσει στην ευκολία της κοροϊδίας και του χλευασμού. Εκτός βέβαια κι αν είστε κάποιο από εκείνα τα ζωντανά που σμπαραλιάζονται στο καπάκι του πιάνου, οπότε πάω πάσο.
{youtube}QC8TNIoRBbE{/youtube}