Βαγγέλης Πούλιος

Για αρχή, θα χρειαστεί να κάνουμε μια στάση στο 1993. Ο John Zorn είναι ενεργός στο νεοϋορκέζικο underground εδώ και 20 περίπου χρόνια, δισκογραφεί τα 15 από αυτά και έχει ήδη γίνει γνωστός για τα πολλά του πρόσωπα, δηλαδή για την ικανότητά του να ελίσσεται μεταξύ διαφορετικών μουσικών τόπων: λ.χ. από την τζαζ στο hardcore κι από τα αυτοσχεδιαστικά παιχνίδια στην κινηματογραφική μουσική. Οι δίσκοι με τις ερμηνείες του σε συνθέσεις του Ennio Morricone (The Big Gundown, Nonesuch 1986) ή του Ornette Coleman (Spy Vs Spy, Nonesuch 1988) διευρύνουν κάπως το ακροατήριό του, ενώ άλλοι, όπως για παράδειγμα οι 2 πρώτοι των Naked City (1990), εδραιώνουν το κύρος του στο underground.

Το 1993, πάντως, θα προσθέσει μία σημαντική κυκλοφορία. Είναι η πρώτη φορά που θα καταπιαστεί με την εβραϊκή του κληρονομιά, η οποία κι αποκτά βαρύνουσα σημασία στη συνέχεια του έργου του. Η αρχή γίνεται φυσικά με την αποδοχή αυτής της κληρονομιάς. Κάτι που για τον Zorn –όπως, είμαι βέβαιος, και για τους περισσότερους Εβραίους της μεταπολεμικής γενιάς– έφερε στην επιφάνεια τα φαντάσματα του Άουσβιτς, τη στάχτη που, όπως έλεγε ο Ζακ Ντεριντά, «εκμηδενίζει ή απειλεί να εκμηδενίσει ακόμα και τη δυνατότητα να μαρτυρήσει κανείς για την ίδια την εκμηδένιση». (1)

Ο δίσκος Kristallnacht (Eva, 1993 / Tzadik, 1995) καταπιάνεται με τα γεγονότα που μάλλον σηματοδοτούν την πρώτη πράξη του Ολοκαυτώματος, παρότι συνέβησαν 3,5 περίπου χρόνια προτού αποφασιστεί η «τελική λύση», δηλαδή η μαζική/βιομηχανική εξόντωση των Εβραίων στους θαλάμους αερίων. Ξεκινά από τη ζωή στο γκέτο (“Shtetl/Ghetto Life”) και εστιάζει σ’ εκείνο το βράδυ 9 προς 10 Νοεμβρίου του 1938, το οποίο έμεινε στην ιστορία ως «Νύχτα των Κρυστάλλων» και ήταν ένα γενικευμένο πογκρόμ των ναζιστικών αρχών εναντίον των Εβραίων σε όλη τη Γερμανία.

{youtube}rn1pERMiK3s{/youtube}

Τα πολλά πρόσωπα του John Zorn αποδεικνύονται πολύ χρήσιμα για την απόπειρα μιας τέτοιας αναπαράστασης: τα περάσματα από τις εβραϊκές μελωδίες που φαντάζουν γεμάτες ζωντάνια, αλλά που ταυτοχρόνως αποκτούν (υπό το βάρος των γεγονότων) μια πολύ θλιβερή χροιά, ή το οξύ noise (π.χ. στο “Never Again”, εδώ), το οποίο αναπαριστά την καταστροφική βία, είναι κατάλληλα εργαλεία για μια μουσική η οποία έχει σκοπό να κουβαλήσει μια τέτοια μνήμη.

Φαντάζομαι πως το Kristallnacht ήταν ένα είδους χρέος για τον Zorn. Βρήκε όμως εκεί μια φλέβα. Φαντάζομαι, επίσης, ότι, αν ήταν να την καλλιεργήσει και να φανταστεί μια συνέχεια, αυτή δεν θα μπορούσε να στηριχτεί μόνο στον θρήνο και στις καταστροφικές μνήμες. Όπως δεν θα μπορούσε (καθότι μιλάμε για τον Zorn) να στραφεί απλώς στην παράδοση, εννοώντας τη ως ένα κλειστό σχήμα απαράβατων κανόνων, λίγο-πολύ ως πολιτισμικό απολίθωμα. Έπρεπε να μιλήσει για ζωή, δηλαδή να φέρει την εβραϊκή αυτή παράδοση στον 21ο αιώνα ως έναν ζωντανό οργανισμό, που εξακολουθεί να αναπνέει, παρά το βάρος της εκμηδένισης.

Η λύση που βρήκε είναι χαρακτηριστική της συνολικής του προσέγγισης απέναντι στα πράγματα, αλλά και της δαιμονιώδους δημιουργικότητάς του. Καταρχάς έμαθε τις εβραϊκές κλίμακες (ασκεναζίτικες και σεφαραδίτικες), έπαιξε μαζί τους και έμαθε να περιηγείται μέσα στους κώδικές τους, να τους εκφράζει και να εκφράζεται με αυτούς με έναν αρκετά δικό του τρόπο. Ύστερα έκοψε κι έραψε, και τελικά έγραψε 205 συνθέσεις μέσα σε έναν χρόνο. Συνθέσεις που, όπως και τα περισσότερα έργα του Zorn, βρήκαν μια θαυμάσια ισορροπία μεταξύ της δομής που υπηρετούσαν και αυτής της υπέροχης ρευστότητας που μπορεί να της προσδώσει ο αυτοσχεδιασμός ή οτιδήποτε κάνει την ερμηνεία της κάτι παραπάνω από απλή αναπαραγωγή.

48Zorn_2.jpg

Βρήκε έτσι μια εβραϊκότητα η οποία άρχισε να διατρέχει (ή, κατά μία έννοια, διέτρεχε ανέκαθεν) την πολύπλευρη μουσική του ταυτότητα. Μια εβραϊκότητα η οποία δεν ήταν ακριβώς θρησκευτική –παρόλο που σε περιπτώσεις γίνεται λίγο ή πολύ μυστικιστική– ούτε βέβαια σιωνιστική· ήταν περισσότερο πολιτισμική. Μια εβραϊκότητα, τέλος, η οποία όσο κοιτούσε στο παρελθόν για να αντλήσει μνήμες και αρώματα, άλλο τόσο στηρίχτηκε στα νοήματα του παρόντος για να φανταστεί ένα μέλλον, όπως περίπου είχε εκλάβει τη διαλεκτική κίνηση της ιστορίας ο Walter Benjamin (ένας από τους μεγαλύτερους Εβραίους διανοητές του 20ου αιώνα), στοχαζόμενος πάνω στον διάσημο πίνακα του Paul Klee Angelus Novus: διόλου τυχαία, με τον συγκεκριμένο πίνακα θα ασχοληθεί και ο Zorn στο ομώνυμο άλμπουμ του 1998.

Με αυτό περίπου το σκεπτικό ο Zorn δημιούργησε και μια ειδική υποκατηγορία στην Tzadik, το label που ίδρυσε εκείνη την εποχή (1995). Ο τίτλος «Radical Jewish Culture» απηχεί τέτοιες αγωνίες και φιλοξενεί μέχρι σήμερα απόπειρες καλλιτεχνών να φανταστούν έναν ριζοσπαστικό επαναπροσδιορισμό για ό,τι μπορεί να εννοηθεί ως «εβραϊκή μουσική», μακριά από αναβιώσεις και κάθε λογής ορθοδοξίες.

Κάτι ανάλογο έκανε κι ο ίδιος με το μακρόπνοο πρότζεκτ Masada. Για το πρώτο βιβλίο του οποίου (τις 205 εκείνες συνθέσεις), έστησε ένα πρώτης τάξεως κουαρτέτο, με τον ίδιο στο άλτο σαξόφωνο, τον Dave Douglas στην τρομπέτα, τον Greg Cohen στο κοντραμπάσο και τον Joey Baron στα τύμπανα. Φαίνεται και με αυτό το γκρουπ (και νομίζω πως θα φανεί πιο ξεκάθαρα στη συνέχεια) ότι ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα του Zorn είναι ότι έχει καταφέρει να δημιουργήσει γύρω του έναν κύκλο εξαίρετων μουσικών. Μια ευλογία την οποία αναγνωρίζει φυσικά κι ο ίδιος λέγοντας πως «μπορεί να μιλήσω για το έργο μου, για τη σύνθεσή μου, αλλά δεν θα πω ποτέ “η μουσική μου”, γιατί όσο είναι δική μου, άλλο τόσο είναι και των μουσικών που την ερμηνεύουν». (2)
 
{youtube}ld402qNBQMY{/youtube}

Αυτοί ήταν (και ανά περιστάσεις είναι ακόμα) οι Masada. Οι οποίοι θα δώσουν 10 στούντιο άλμπουμ σε διάστημα 3 ετών (1994-1997) και θα περιοδεύσουν ασταμάτητα μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2000. Βάλτε, λοιπόν, κι άλλες 7 λάιβ ηχογραφήσεις, άλλες 5 επετειακές κυκλοφορίες (με διαφορετική κάθε φορά σύνθεση), τον δίσκο Bar Kokhba (Tzadik, 1996), ο οποίος περιέχει κομμάτια από το πρώτο βιβλίο Masada με διάφορες ενορχηστρώσεις (πιθανώς ένας από τους καλύτερους δίσκους του Zorn), καθώς επίσης κι ένα διπλό λάιβ άλμπουμ με τους Electric Masada (το At The Mountains Of Madness, 2005). Ετούτοι ήταν/είναι ένα σούπερ γκρουπ αποτελούμενο από τον ίδιο στο άλτο σαξόφωνο και την αφρόκρεμα των σταθερών συνεργατών του: Marc Ribot (κιθάρα), Jamie Saft (πλήκτρα), Trevor Dunn (μπάσο), Joey Baron (ντραμς), Kenny Wollessen (βιμπράφωνο), Cyro Baptista (κρουστά) και Ikue Mori (ηλεκτρονικά).

{youtube}fjbr7LS4zIE{/youtube}

Το 2004, είχε πια έρθει ο καιρός για τη συνέχεια. Μέσα σε 3 μόνο μήνες, σε έναν οίστρο δημιουργικότητας παράξενο ακόμα και για τον ίδιο, ο John Zorn θα γράψει τις 316 συνθέσεις που θα γέμιζαν το Masada Book Two: The Book Of Angels. Ο ίδιος θα σχολιάσει την παραγωγικότητά του λέγοντας: «γράφεις κάποιες συνθέσεις στη σειρά και όλες μοιάζουν καλές, πλήρεις αφ’ εαυτού τους. Αρχίζεις να την ακούς. Μετά από κάποιες ακόμα, λες “γίνεται παρανοϊκό, ας δοκιμάσω σε άλλο κλειδί”· μετά από λίγες ακόμα αρχίζει και γίνεται τρομακτικό, σκέφτεσαι ότι δεν είσαι μόνος σου σε όλο αυτό!». (3)

Γράφοντας βέβαια το 2ο βιβλίο συνθέσεων, ο Zorn δεν μάθαινε μια νέα γλώσσα. Τη μιλούσε ήδη, την είχε κατακτήσει μέσα από έναν κύκλο δεκαετίας και –το κυριότερο– είχε αυτοσχεδιάσει πάνω της με αναρίθμητους τρόπους σε τόσα λάιβ, παρέα με όλους αυτούς τους πολύ δημιουργικούς μουσικούς. Υπό μια τέτοια έννοια, το επίτευγμα των 316 συνθέσεων σε 3 μήνες σίγουρα δεν υποβαθμίζεται, αλλά αποκτά έναν λιγότερο εξωπραγματικό χαρακτήρα.

Σημαντική είναι, ωστόσο, και μία απόφαση του Zorn που αφορά την ερμηνεία των συγκεκριμένων συνθέσεων. Στους 32 δίσκους που θα ακολουθήσουν μέχρι τα τέλη του 2017, ο Zorn δεν θα παίξει ούτε νότα. Θα επιλέξει διαφορετικούς κάθε φορά μουσικούς (εβραϊκής καταγωγής ή και όχι), στους οποίους θα δώσει τις συνθέσεις και μαζί την ελευθερία να τις ενορχηστρώσουν όπως εκείνοι επιθυμούν. Παρόλο που ενορχηστρώνει και ο ίδιος ορισμένες από τις συνέχειες, κατά βάση κρατά για τον εαυτό του τον ρόλο του καλλιτεχνικού διευθυντή· φυσικά όλοι οι δίσκοι θα κυκλοφορήσουν από την Tzadik.

Ακολουθεί λοιπόν μια επιλεκτική περιήγηση στο σώμα των 32 δίσκων του Masada Book Two: The Book Οf Angels. Θα έρθουν έτσι στην κουβέντα κάποιοι από τους σημαντικούς μουσικούς που συνεισέφεραν, προσθέτοντας στις τόσες κατευθύνσεις που τελικά πήρε αυτό το πρότζεκτ κατά την υλοποίησή του. Διότι μπορεί να μιλάμε για «εβραϊκή» (δηλαδή πολιτισμικά συγκεκριμένη) μουσική, όμως τελικά η προσέγγιση του Zorn είναι με μία έννοια διαπολιτισμική· στηρίζεται δηλαδή στη συνάντηση, στη δεξίωση της διαφοράς, όχι στην απόρριψή της.

Volume 1: Jamie Saft Trio

Μοιάζει σωστό να ξεκινήσουμε με το πρώτο κομμάτι του πρώτου τόμου, τον οποίον ο Zorn εμπιστεύτηκε στα χέρια του Jamie Saft. Ο γενειοφόρος πιανίστας αναζήτησε τον Greg Cohen για να φέρει την εμπειρία του από τη δεκαετία των Masada και να αναλάβει το κοντραμπάσο, ενώ για τα τύμπανα επέλεξε τον δραστήριο στη νεοϋορκέζικη σκηνή Ben Perowsky. Οι τρεις τους ηχογράφησαν το Astaroth: Book Of Angels Volume 1 (2005), προσθέτοντας (τουλάχιστον ανά διαστήματα) μια πολύ καίρια ευαισθησία σύγχρονης πιανιστικής τζαζ. Λίγο αργότερα το τρίο θα μπει και πάλι στο στούντιο, αυτή τη φορά για ένα προσωπικό πρότζεκτ του Saft –ένα tribute στον Bob Dylan, το άλμπουμ Trouble, το οποίο κυκλοφόρησε επίσης από την Tzadik το 2006.

{youtube}Z81QpG4T8fU{/youtube}

Volume 2: Masada String Trio

Ο δεύτερος τόμος (Azazel) ηχογραφείται περίπου την ίδια περίοδο και κυκλοφορεί λίγους μήνες μετά (Νοέμβριο του 2005). Μας φέρνει, δε, σε ένα αρκετά διαφορετικό μουσικό περιβάλλον, καθώς εκτελείται από ένα τρίο εγχόρδων. Οι Masada String Trio, δηλαδή το βιολί του Mark Feldman, το τσέλο του Erik Friedlander και το κοντραμπάσο (και πάλι) του Greg Cohen, είναι ένα από σχήματα που χρησιμοποιεί συχνά-πυκνά ο Zorn ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1990. Η πρώτη τους εμφάνιση ως τρίο πραγματοποιείται στο Bar Kokhba του 1996. Έκτοτε έχουν εμπλακεί και σε άλλες κυκλοφορίες του πρότζεκτ Masada, αλλά και σε 2 από τις 25 (μέχρι σήμερα) συνέχειες της σειράς Filmworks.

{youtube}EM_qvmqVk3I{/youtube}

Volume 7: Marc Ribot

Φυσικά το όνομα του Marc Ribot δεν θα μπορούσε να λείπει από ένα τέτοιο πρότζεκτ. Είναι άλλωστε από τους κομβικούς και πολύτιμους συνεργάτες του John Zorn και συμμετέχει σε αρκετά από τα σχήματά του (μόνο σε αυτήν τη σειρά λ.χ. συμμετέχει σε άλλους δύο τόμους)· είναι φυσικά κι ένας από τους καλύτερους μάστορες της εξάχορδης που κυκλοφορούν εκεί έξω, το είδος εκείνο του μουσικού που κάθε συνθέτης θα ήθελε να έχει πλάι του.

Εδώ ο Ribot επιλέγει να ηγηθεί ενός τρίο, καλώντας κοντά του μια δυναμική rhythm section, με τον Trevor Dunn στο μπάσο και τον Calvin Weston στα τύμπανα. Το Asmodeus –ο Ασμοδαίος στα ελληνικά– ο μυθικός βασιλιάς των δαιμόνων, είναι (πολύ ταιριαστά) ο πιο ηλεκτρισμένος, πιο αγριεμένος και πιο ροκ από τους 32 τόμους, με τον Ribot να βρίσκεται κοντά σ’ έναν ήχο με τον οποίον καταγίνεται και σε προσωπικές του δουλειές, όπως π.χ. με το σχετικά πρόσφατο τρίο των Ceramic Dog.

{youtube}6EP-UR7X2ac{/youtube}

Volume 9: Secret Chiefs 3

Ένας έκπτωτος άγγελος που συνωμοτεί με τον Σατανά εναντίον του Παραδείσου δίνει τον τίτλο στον 9ο τόμο. Το άλμπουμ Xaphan ενορχηστρώνεται και οργανώνεται από τον Trey Spruance (γνωστός και από τους Mr. Bungle, τους οποίους ίδρυσε μαζί με τους Mike Patton & Trevor Dunn). Για την ερμηνεία του, ενεργοποιεί το προσωπικό του σχήμα, τους Secret Chiefs 3, ένα γκρουπ δηλαδή το οποίο έτσι κι αλλιώς πειραματίζεται με ιερές, αλλά κυρίως με ανίερες συμμαχίες μεταξύ πολλών μουσικών ιδιωμάτων (Δυτικών και Ανατολικών προεκτάσεων).

Δεν χρειάστηκε δηλαδή να διανυθεί πολύς δρόμος για να βρεθούν οι Secret Chiefs 3 στις διασταυρώσεις που τους τοποθετούσαν οι συνθέσεις του John Zorn· με μία έννοια ήταν ήδη εκεί, ήδη μυημένοι στους μυστικιστικούς κώδικες και έτοιμοι να αναλάβουν δράση. Το αποτέλεσμα ξεχωρίζει για την περιπετειώδη του σκέψη και αποτελεί μία από τις πιο ιδιαίτερες προσθήκες στη σειρά.

{youtube}KDjidVae8QM{/youtube}

Volume 10: Bar Kokhba Sextet

Ο Simon bar Kokhba δεν ήταν άγγελος, αλλά υπαρκτό πρόσωπο της ύστερης αρχαιότητας. Ήταν εκείνος που ηγήθηκε μιας μεγάλης εξέγερσης των Ιουδαίων ενάντια στον ρωμαϊκό ζυγό, της τρίτης και τελευταίας (132-136 μ.Χ.). Η εξέγερση πνίγηκε στο αίμα και το τέλος της θεωρείται η αρχή της εβραϊκής διασποράς.

Ίσως αυτή η εξέλιξη κάνει τον Zorn να μνημονεύσει τον Εωσφόρο στον τίτλο του 10ου τόμου. Ο ίδιος (ο Zorn, όχι ο Εωσφόρος) αναλαμβάνει και την ενορχήστρωση και καλεί για την ερμηνεία ένα σεξτέτο αποτελούμενο από το Masada String Trio (Greg Cohen/Erik Friedlander/Mark Feldman), τον Marc Ribot, τον Cyro Baptista και τον Joey Baron (οι πρώτοι 4 με καίρια συνεισφορά και στο άλμπουμ Bar Kokhba).

Με το Lucifer, παρόλα αυτά, ο Zorn καταφέρνει να κάνει την όλη αφήγηση να ακούγεται σαν easy listening, τουλάχιστον για τα δικά του μέτρα. Παράδειγμα το “Gediel” που παραθέτουμε, το οποίο συν τοις άλλοις ξεχωρίζει και για τη ζωηράδα του γκρουβ του, χαρακτηριστική στις δουλειές του Zorn, ιδίως όταν κρουστά και τύμπανα αναλαμβάνουν οι Baptista και Baron αντιστοίχως.

{youtube}ASpbKHeUz50{/youtube}

Volume 11: Medeski Martin & Wood

Ο John Medeski είναι ο έτερος σταθερός συνεργάτης τους Zorn πίσω από οτιδήποτε πληκτροφόρο (ο άλλος είναι ο Jamie Saft). Στο Zaebos, μπαίνουν στο παιχνίδι και οι δύο πολύτιμοι σύντροφοί του, ο Billy Martin στα ντραμς και ο Chris Wood στο μπάσο. Το τρίο υφίσταται από το 1991 και μέχρι σήμερα σκάβει ακούραστα αυτό το υβριδικό γκρουβ μεταξύ της acid jazz, της free ή avant jazz και του funk. Αυτό το γκρουβ είναι που φέρνουν κι εδώ, αφήνοντάς το να χρωματίσει το Masada Book Two με τον δικό του τρόπο και εγγράφοντας παράλληλα ένα από τα καλύτερα session της πορείας τους.

{youtube}ypxTn6jaKSc{/youtube}

Volume 13: Mycale

Αυτή κι αν ήταν μια περίεργη έμπνευση! Στον 13ο τόμο, τα όργανα σιωπούν και ο λόγος δίνεται σε ένα φωνητικό κουαρτέτο για να τραγουδήσει τις συνθέσεις του Zorn. Εγχείρημα δύσκολο, που όμως σε περιπτώσεις γίνεται μαγευτικό, χάρη στις θαυμάσιες φωνές τεσσάρων γυναικών από αρκετά διαφορετικά σημεία του πλανήτη: της Ayelet Rose Gottlieb από το Ισραήλ, της Sofia Rei από την Αργεντινή, της Basya Schechter από τις Η.Π.Α. και της Malika Zarra από το Μαρόκο. Το πείραμα πετυχαίνει και επαναλαμβάνεται στον 25ο τόμο (Gomory), με τη Sara Serpa από την Πορτογαλία να αντικαθιστά τη Schechter.

Μάλιστα, για πρώτη φορά στο συγκεκριμένο πρότζεκτ (και από τις πολύ λίγες σε δουλειές του Zorn γενικώς) χρησιμοποιούνται «κανονικοί» στίχοι, παρμένοι από την Εβραϊκή Βίβλο, τον Φερνάντο Πεσσόα, τον Τζελαλεντίν Ρουμί, τον Ηράκλειτο και άλλες πηγές. 4 φωνές σε άριστη ενορχήστρωση και επιτέλεση, οι οποίες τραγουδούν σε διάφορες γλώσσες (γίντις, λαντίνο, καθαυτά εβραϊκά, γαλλικά, αραβικά, ισπανικά, πορτογαλικά κ.ά.), προς επίρρωση ίσως και της διαπολιτισμικής προσέγγισης του όλου πρότζεκτ.

Εμείς θα παραθέσουμε το “Moloch”, το οποίο περιέχει κάποια αποσπάσματα από τον Ηράκλειτο (που άλλωστε καταγόταν από την περιοχή της Μυκάλης), μεταφρασμένα στα ισπανικά. Λ.χ. το 36ο: «ψυχῇσιν θάνατος ὕδωρ γενέσθαι - ὕδατι δὲ θάνατος γῆν γενέσθαι - ἐκ γῆς δὲ ὕδωρ γίνεται - ἐξ ὕδατος δὲ ψυχή» / «para las almas es muerte, convertirse en agua – y para el agua es muerte, hacerse tierra - de la tierra nace el agua - y del agua el alma». 

{youtube}V1adSLR6e5c{/youtube}

Volume 19: Shanir Ezra Blumenkratz

Ο Shanir Ezra Blumenkratz, Νεοϋορκέζος με σεφαραδίτικες ρίζες, είναι ένας πολύ ιδιαίτερος μουσικός. Αξίζει σίγουρα μια αναφορά εδώ, καθώς έχει συνεργαστεί σε αρκετές περιστάσεις με τον Zorn (λ.χ. σε διάφορες συνέχειες των Filmworks ή στο θαυμάσιο Mount Analogue του 2012), ενώ έχει ενορχηστρώσει και το Volume 17 των Banquet Οf Spirits του Cyro Baptista. Κατά βάση παίζει μπάσο και ούτι, εδώ όμως χρησιμοποιεί το gimbri: ένα έγχορδο όργανο των Γκνάουα, εθνοτικής ομάδας που μοιράζεται σε Μαρόκο και Αλγερία. Το Abraxas στέλνει τη μουσική περισσότερο προς το ροκ, ωστόσο εμείς θα παραθέσουμε το λίγο πιο εξερευνητικό “Zaphiel”, το οποίο και κλείνει τον δίσκο.

{youtube}sLRFvsd8fUU{/youtube}

Volume 20: Pat Metheny

Κι ετούτη εδώ είναι μια κάποια έκπληξη, αν και διαφορετικής τάξεως (σε σχέση π.χ. με τις Mycale). Διότι νομίζω πως αν κάποιος σκεφτόταν πριν τα μέσα του 2013 (όταν κυκλοφόρησε το Tap) έναν μουσικό με τον οποίον θα μπορούσε δυνητικά να συνεργαστεί ο John Zorn, δύσκολα θα έφτανε στον Pat Metheny. Κι όμως, το Tap δημιουργήθηκε στη βάση του αμοιβαίου σεβασμού των δύο και γίνεται δίσκος του Metheny, όσο είναι και του Zorn.

Τώρα, αν αρχίσουμε να μιλούμε για την αρτιπαιξία του Metheny, θα λέμε πράγματα αυτονόητα. Αναφέρουμε απλώς ότι εδώ παίζει σχεδόν τα πάντα (από κιθάρα μέχρι μαρίμπα και μπαντονεόν), καλώντας μόνο τον στενό του συνεργάτη Antonio Sanchez να αναλάβει τα τύμπανα. Και αφήνουμε στις νότες τα περαιτέρω.

{youtube}h4uUPOe2hTI{/youtube}

Volume 21: Eyvind Kang

Ένας ακόμα πολυμήχανος μουσικός, ο Eyvind Kang, αναλαμβάνει κι αυτός να παίξει ένα κάρο όργανα πέρα από τη βιόλα στην οποία θεωρητικά ειδικεύεται (κιθάρα, πιάνο, κεμεντζέ, ούτι, σιτάρ κ.ά.). Με τη διαφορά (σε σχέση με τον Metheny) ότι εδώ ενεργοποιούνται ακόμα 16 μουσικοί και τραγουδιστές, μεταξύ των οποίων βρίσκουμε τον Randal Dunn των Master Musicians Of Bukkake –ο οποίος αναλαμβάνει και την παραγωγή– τον Shahzad Ismaily, που μεταξύ πάρα πολλών συνεργασιών παίζει και στους Ceramic Dog του Marc Ribot ή την Jessika Kenney (σύζυγος και συνεργάτρια του Kang σε διάφορες περιστάσεις, όπως π.χ. στο θαυμάσιο The Face Of The Earth του 2012).

Το Alastor: Book of Angels, Volume 21 αλλάζει ύφος σχεδόν σε κάθε κομμάτι και αποτελεί ίσως το πλέον πολυσυλλεκτικό άλμπουμ μέσα σε μια δισκογραφική σειρά που έτσι κι αλλιώς φτιάχτηκε για να διασχίσει σύνορα. Κι αυτό δεν αποτελεί έκπληξη, καθώς ο Eyvind Kang είναι ένας μουσικός με τεράστιο συνθετικό και ερμηνευτικό εύρος. Ενδεικτικός (πέρα από τις προσωπικές του δουλειές) είναι ένας μικρός κατάλογος των κατά καιρούς συνεργατών του: Joe McPhee, Bill Frisell, Sunn O))), Secret Chiefs 3, Animal Collective, Alan Bishop και πολλοί άλλοι. Το Alastor είναι λοιπόν ένας δίσκος που αφήνεται στους συνειρμούς του, ανοιχτός απέναντι σε κάθε ερέθισμα και έτοιμος να πάρει οποιαδήποτε κατεύθυνση. Το “Hakha” που ακολουθεί αντιπροσωπεύει μία από αυτές.

{youtube}9-IlJn3-OO8{/youtube}

Volume 23: Roberto Rodriguez

Και ξαφνικά, βγήκαμε Καραϊβική! Δηλαδή έτσι φαίνεται, αλλά στην πραγματικότητα πήγαμε στο Ισραήλ, όπου ηχογραφήθηκε η 23η συνέχεια της σειράς, Aguares, από τον Κουβανό κρουστό Roberto Rodriguez και Ισραηλινούς συνεργάτες του.

Ο οποίος Rodriguez ζει πάντως στη Νέα Υόρκη από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, όταν βρέθηκε να παίζει στο επιτυχημένο σχήμα του Marc Ribot, τους Los Cubanos Postizos.

Από το 2002 ως το 2014 που κυκλοφορεί το Aguares, o Rodriguez βγάζει 5 δίσκους στην Tzadik (στην κατηγορία «Radical Jewish Culture»), στους οποίους αναμειγνύει την εβραϊκή μουσική με εκείνη της Καραϊβικής, βρίσκοντας έτσι έναν τρόπο να ξεφύγει από τα στερεότυπα που ακολουθούν την κουβανική μουσική από τότε που έγινε ευπώλητο εξαγώγιμο προϊόν. Την ίδια συνταγή ακολουθεί και στο Aguares και κομμάτια όπως το “Nelchael” δείχνουν ότι είναι ιδιαιτέρως πειστική.

{youtube}0ExsXRpp0js{/youtube}

Volume 24: Klezmerson

Η επαφή πάντως με τη Λατινική Αμερική δεν εξαντλήθηκε στον Roberto Rodriguez. Αμέσως μετά η σειρά πήγε στο Μεξικό για να βρει τους Klezmerson, ένα γκρουπ που δραστηριοποιείται εκεί από το 2003 και μπλέκει τις ντόπιες μουσικές με το klezmer (δηλαδή το ιδίωμα που έρχεται από τους Ασκεναζίτες Εβραίους της ανατολικής Ευρώπης) κι όλο αυτό με το ροκ, την τζαζ κλπ. Πολυπολιτισμικό στη ρίζα του και αρκετά πωρωτικό στην επιτέλεσή του, το Amon αποτελεί ακόμα μία πολύ ιδιαίτερη ανάγνωση στις συνθέσεις του Book Οf Angels. 

{youtube}hY_D_ck908U{/youtube}

Volume 32: Mary Halvorson Quartet

Κλείνοντας (επιτέλους!) αυτό το αφιέρωμα, κάνουμε ένα άλμα στον τελευταίο δίσκο της σειράς, Paimon, ο οποίος κυκλοφόρησε τον περασμένο Νοέμβριο. Και τι καλύτερο για φινάλε μιας τέτοιας δισκογραφικής σειράς, από το κουαρτέτο μίας από τις πιο δημιουργικές φωνές της νέας γενιάς της προοδευτικής τζαζ. Η κιθαρίστρια Mary Halvorson δεν έχει κλείσει ακόμα τα 40, αλλά έχει καταφέρει να ηχογραφήσει δεκάδες δίσκους (προσωπικούς ή συνεργασίες), ενώ λέει πολλά και το γεγονός ότι αποτελεί βασικό στέλεχος των Young Philadelphians του ομότεχνού της Marc Ribot (αν και, δυστυχώς, δεν ήρθε μαζί τους στην πρόσφατη εμφάνισή τους στη Στέγη Ιδρύματος Ωνάση).

Αξίζει τέλος να αναφερθεί ότι ο John Zorn έχει ήδη γράψει τη συνέχεια, το Masada Book Three: The Book Οf Beriah, στο οποίο περιέχονται άλλες 92 συνθέσεις, ανεβάζοντας τον συνολικό αριθμό τους στις 613, όσες και οι εντολές που περιέχονται στην Τορά, δηλαδή στον Μωσαϊκό Νόμο. Η κυκλοφορία μάλιστα του 3ου βιβλίου έχει προγραμματιστεί κάπου στον ερχόμενο Μάιο και θα γίνει σε ένα ενιαίο box set 11 CD, το οποίο θα περιέχει τις ερμηνείες των Secret Chiefs 3, Cyro Baptista’s Banquet Οf Spirits, Klezmerson, Shanir Ezra Blumenkratz κ.ά.

{youtube}wxOdClEXZwQ{/youtube}

Υποσημειώσεις

(1) Παρατίθεται στο κείμενο του Αποστόλη Αρτινού «Η αδύνατη αναπαράσταση». Προσπελάσιμο εδώ.

(2) Το quote, ίσως όχι το γράμμα του, αλλά σίγουρα το πνεύμα του, είναι παρμένο από εδώ.

(3) Ό.π.

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured