Για τη Ventura της Καλιφόρνια, το ξεκίνημα της δεκαετίας του 1970 ήταν αρχή μιας αμεσότερης (και γρηγορότερης) σύνδεσης με το Λος Άντζελες, η οποία είχε όλα τα καλά και τα στραβά που μπορούσε να φέρει μια τέτοια επαφή: ο πληθυσμός αυξήθηκε σημαντικά, η νεολαία ευθυγραμμίστηκε με τον ρυθμό των καινούριων trends που εκπορεύονταν από τη μεγαλούπολη και ο ράθυμος, επαρχιακός ρυθμός μιας ήσυχης, ηλιόλουστης κωμόπολης με «πλάτη» σε δάσος και θέα στον Ειρηνικό, διαταράχθηκε. Η ανάπτυξη του ενός, έγινε ο κόλαφος κάποιου άλλου.
Σε εκείνο ακριβώς το μεταίχμιο, ξέσπασαν αγεφύρωτες μουσικές διαφωνίες σε μια σχολική μπάντα που λεγόταν Titanic και καταπιανόταν με διασκευές σε Beatles (ναι, οι Beatles βρίσκονται τελικά παντού).
Ως αποτέλεσμα, ο Greg Lindstrom (μπάσο), ο Jerry Fogle (κιθάρα) και ο Robert W. Garven Jr. (τύμπανα) αποχώρησαν και έφτιαξαν τους Cirith Ungol, επιθυμώντας να παίξουν πιο βαριά πράγματα, στα πρότυπα των Cream, των Mountain και των Grand Funk Railroad. Ήταν μόλις 1972 και δεν υπήρχε ακόμα κάποια heavy metal νύξη: ο κόσμος που είχαν αρχίσει να χαρτογραφούν οι Black Sabbath, ήταν στα σπάργανα. Για την ιστορία, το μέλος των Titanic που δεν τους ακολούθησε, ο Pat Galligan, έγινε αργότερα κιθαρίστας των Angry Samoans, πιονέρων του αμερικάνικου punk.
Το όνομα Cirith Ungol, πάντως, μόνο τυχαίο δεν ήταν. Μπορεί ο Lindstrom και η παρέα του να πρόφεραν λάθος τις ξωτικίσιες λέξεις (ως Σίιριιθ Όονγκολ, αντί για Κίιριιθ Όονγκολ), απηχούσε ωστόσο την κοινή τους λατρεία για τη λογοτεχνία του φανταστικού και για το έργο του Τόλκιν ειδικότερα: οι φίλοι άλλωστε του τελευταίου εύκολα αναγνωρίζουν στο όνομα της μπάντας το Πέρασμα της Αράχνης στα βουνά Ephel Dúath της Μέσης Γης, που οδηγούσαν στη νοτιοδυτική πλευρά της Mordor –με την Αράχνη να είναι βέβαια κυριολεκτική αναφορά, αφού εκεί κατοικούσε η τερατώδης Shelob, τρώγοντας τους απρόσεχτους περιπατητές. Ένα μάλιστα από τα πρώτα τραγούδια που έγραψε ο Lindstrom λεγόταν "Shelob's Lair" (1975).
Μία άλλη μεγάλη αγάπη εκείνων των καιρών, όμως, θα ήταν πολύ λιγότερο διακριτή σε όσους αργότερα έμαθαν και αγάπησαν τη μπάντα με το magnum opus της, King Of The Dead: ο Iggy Pop μπορεί να μη χώραγε στο επικό, φαντασιακό metal αφήγημα των μεταγενέστερων Cirith Ungol, πίσω πάντως στο 1975 το γκρουπ αγαπούσε με τρέλα τους δίσκους του με τους Stooges. Αυτή ακριβώς η τρέλα τους ένωσε με τον Neil Beattie, ο οποίος κάλυψε τότε με τα φωνητικά του το σημαντικό κενό του τραγουδιστή. Πράγμα που αμέσως τους ανέβασε επίπεδο, κάνοντας εύκολο το κλείσιμο τοπικών συναυλιών.
Ο Beattie ωστόσο περνούσε απλά μια νεανική φάση και σύντομα κατάλαβε ότι οι υπόλοιποι έπαιρναν το συγκρότημα πιο σοβαρά, όντας έτοιμοι να ακολουθήσουν μια ζωή που εκείνος δεν ήθελε. Παραιτήθηκε λοιπόν το 1976, αφήνοντας μόλις μία ηχογράφηση ως frontman των Cirith Ungol, το "We Know You’re Out There", που οι μεταγενέστεροι fans θα ανακάλυπταν στη λεγόμενη Πορτοκαλί Κασέτα. Η απουσία του δεν έβλαψε την ικανότητα της μπάντας να παίζει live, έγινε όμως φανερό ότι χωρίς τραγουδιστή δεν θα πήγαιναν πολύ μακριά. Έτσι, μέσα κιόλας στο 1976, έπεισαν έναν σχολικό φίλο που τους ακολουθούσε ως roadie, τον Tim Baker, να πάρει τη θέση.
Και τα υπόλοιπα είναι λοιπόν ιστορία;
Όχι.
Ένα demo από το 1979 αποδεικνύει ότι οι Cirith Ungol είχαν μεν δέσει τον ήχο τους, ο τελευταίος όμως δεν διέθετε τις ξεχωριστές ποιότητες που σήμερα συσχετίζουμε μαζί τους. Αντιθέτως, το γκρουπ βρισκόταν κοντά στη Deep Purple/Rainbow παρακαταθήκη του Ritchie Blackmore –ακόμα δε και ο Tim Baker τραγουδούσε αρκετά διαφορετικά.
Ο στίχος του Σωκράτη Μάλαμα «άλλα θέλω κι άλλα κάνω, πώς να σου το πω» περιγράφει καλά το δημιουργικό χάος πίσω από το επίσημο δισκογραφικό ντεμπούτο των Cirith Ungol με το Frost And Fire (1981).
Πρώτα-πρώτα, το γκρουπ δεν είχε στην πραγματικότητα δισκογραφική εταιρεία. Μπορεί το άλμπουμ να τυπώθηκε σε 500 βινυλιακά αντίτυπα από τη Liquid Flame, για τα πάντα όμως πλήρωσαν οι ίδιοι οι Cirith Ungol, οι οποίοι σε μια φάση πήγαιναν πόρτα-πόρτα στη Ventura και προσφέρονταν να πλένουν αυτοκίνητα ώστε να μαζέψουν τα απαιτούμενα χρήματα για τις στούντιο ώρες που χρειαζόταν η ηχογράφηση. Τελικά ξέμειναν από λεφτά και άφησαν εκτός tracklist το "Last Laugh" και το "Hype Performance" (θα αποκαλύπτονταν το 2001, στη συλλογή Servants Of Chaos).
Δεύτερον, άλλο εξώφυλλο γούσταραν, με άλλο κατέληξαν. Είχαν δηλαδή αποφασίσει σε κάτι με sword & sorcery θεματική, ήθελαν όμως το Berserker του Frank Frazetta, το οποίο πρόλαβαν οι Molly Hatchet. Επικοινώνησαν λοιπόν με τον Michael Whelan και πήραν το Stormbringer, που είχε φτιάξει για τη σειρά βιβλίων του Michael Moorcock όπου πρωταγωνιστούσε ο Έλρικ του Μελνιμπονέ. Εκ των υστέρων κρίνοντας, πάντως, η 2η επιλογή ήταν και η καλύτερη, καθώς η πνοή του Whelan έχει κάτι πιο παραμυθένιο από τις αδρές, στάνταρ γραμμές του Frazetta, που κόσμησαν το άλμπουμ των συμπατριωτών τους Beatin' Τhe Odds.
Τρίτον, οι κόπιες της Liquid Flame ανέγραφαν ως νέο μπασίστα τον Michael "Flint" Vujea, με τον Lindstrom να έχει μετακομίσει σε δεύτερες κιθάρες και πλήκτρα. Ο ίδιος, όμως, αποκάλυψε το 2002 μιλώντας στον Patrick Lefevere του Iron Wolf ότι επρόκειτο για εσκεμμένη παραπληροφόρηση, αφού εκείνος είχε παίξει μπάσο στο άλμπουμ –ο Flint μπήκε στη μπάντα μετά το πέρας των ηχογραφήσεων. Για να τον αναγνωρίζει όμως ο κόσμος στις συναυλίες, αποφασίστηκε να μπει το όνομά του όταν τυπώθηκε το Frost And Fire.
Το χειρότερο μπέρδεμα, ωστόσο, το έφερε η απόφαση των Cirith Ungol να βάλουν στο ντεμπούτο τους το υλικό που θεωρούσαν ως πιο πιασάρικο και εμπορικό, ελπίζοντας σε μια μικρή έστω επιτυχία, που θα τους έδινε προοπτικές στο Λος Άντζελες. Απέρριψαν έτσι κομμάτια με πιο σκληρό ήχο και πιο σκοτεινές θεματικές, δίνοντας εν τέλει την εντύπωση σε όσους τους γνώρισαν τότε ότι ήταν μια μπάντα ενθουσιώδης μα κάπως ερασιτεχνική (απρόσωπη παραγωγή, εκτελέσεις που «κούναγαν» κτλ.), η οποία φιλοδοξούσε απλά να κόψει ένα κομμάτι από την πίτα των Blue Öyster Cult και των Uriah Heep. Τα δε φωνητικά του Tim Baker κρίθηκαν άκρως αμφιλεγόμενα: κάποιοι διέκριναν ήδη από τότε τη μοναδική του ιδιαιτερότητα στο πώς έμπαινε στις λέξεις και στο πώς απέδιδε τις φράσεις, άλλοι όμως δεν είδαν παρά έναν αποτυχημένο τύπο, που θα ήθελε ίσως να είναι Rob Halford ή έστω ο Steve Grimmett των Grim Reaper.
{youtube}qt6VebqhTUE{/youtube}
Πιο προσεκτικές ακροάσεις σε μεταγενέστερα χρόνια, όταν κριτικοί και fans μπορούσαν πια να ξεχωρίσουν ευκρινέστερα την ήρα απ' το στάρι στον βομβαρδισμό εκδόσεων που συνόδευσαν τη heavy metal έκρηξη των 1980s, αποκατέστησαν κάτι από την αίγλη του Frost And Fire. Οι Darkthrone, για παράδειγμα, το ανέδειξαν ως σημείο αναφοράς στα ακούσματά τους, περιγράφοντάς το ως «true metal με 1970s αίσθηση και με περισσότερη soul και από τους Sly & The Family Stone», ενώ οι Τιτάνες Celtic Frost εμπνεύστηκαν από αυτό το όνομά τους.
Αλλά στη δεκαετία του 1980 τα πράγματα δεν ήταν καθόλου έτσι και οι Cirith Ungol αντιμετώπισαν την πλήρη ισοπέδωση των ονείρων τους. Το περιοδικό Kerrang τσάκισε το Frost And Fire περιγράφοντάς το ως «το χειρότερο metal άλμπουμ που ηχογραφήθηκε ποτέ», ενώ η προσπάθεια της μπάντας να ανοίξει τις συναυλίες των Celtic Frost στο Λος Άντζελες συνάντησε την επίμονη άρνηση των μάνατζέρ τους –πολύ απλά δεν τους γούσταραν καθόλου, θα αποκάλυπτε το 1994 ο Garven, μιλώντας σε γερμανικό περιοδικό. Και το χειρότερο απ' όλα ήταν η διάσταση μεταξύ πραγματικότητας και εκείνου που οι ίδιοι είχαν στο κεφάλι τους. Ενώ δηλαδή έβαλαν όπως είπαμε στο Frost And Fire το υλικό που θεωρούσαν ως πιο πιασάρικο, ο ραδιοσταθμός KLOS στο Λος Άντζελες έπαιξε το άλμπουμ μόλις μία φορά, ενημερώνοντάς τους ότι παραήταν ...heavy!
Ανάλογες περιστάσεις έχουν διαλύσει συγκροτήματα στη μουσική ιστορία. Οι Cirith Ungol, όμως, πείσμωσαν. Και βάλθηκαν να εξαπολύσουν στη δισκογραφία το πιο heavy, «περίεργο» και σκοτεινό πρόσωπο της δημιουργίας τους, χωρίς άλλους υπολογισμούς, σενάρια και θεωρίες. Έτσι, άνοιξε ο δρόμος που 3 χρόνια αργότερα θα έβγαζε στο King Of The Dead, το οποίο σήμερα χαιρετίζεται ως άλμπουμ αναφοράς, μα και ως μια πραγματικά χαρισματική δουλειά στο metal underground των 1980s. Η δική του, ωστόσο, είναι μια άλλη ιστορία...
{youtube}OAYKTA6rA54{/youtube}