Οι Γερμανοί έχουν παράδοση μετανάστευσης στη Νότια Αμερική κι έτσι δεν πρέπει να φαινόταν πολύ παράξενο που ένας άνθρωπος με το όνομα Vytas Brenner συστηνόταν στη δεκαετία του 1970 ως Βενεζουελάνος. Άλλωστε πατρίδα του αισθανόταν πράγματι το Καράκας, όπου και μεγάλωσε από τα 2 του ως τα 12, και όχι το Tübingen, όπου γεννήθηκε το 1946.
Η μουσική υπήρχε διαρκώς κοντά του όσο ανδρωνόταν, καθώς η μητέρα του, Margarita Brenner, ήταν τραγουδίστρια της όπερας. Έτσι, όταν ανέπτυξε κλίση προς τα εκεί, οι γονείς του την ενθάρρυναν και τον έστειλαν μάλιστα στο περίφημο κολέγιο Emil Friedman για να λάβει καλή εκπαίδευση. Οι δρόμοι της μετανάστευσης, ωστόσο, έφεραν τους Brenner στην Ιταλία το 1958 και κατόπιν στην Ισπανία.
Η εφηβεία του Vytas Brenner κατακλύστηκε από το folk rock στυλ που διαδιδόταν ραγδαία στον πλανήτη λόγω της απήχησης του Bob Dylan: στα 20 του, λοιπόν, τον βρίσκουμε κιθαρίστα και συν-ιδρυτή των Brenner's Folk, με τον αδερφό του Haakon στο μπάσο, τον Jordi Barangé στα τύμπανα, τον Toti Soler στη δεύτερη κιθάρα και τη 15χρονη Janette Dimech στα φωνητικά –ως Jeanette, κατόπιν, θα έκανε μια δική της καριέρα στην ποπ σκηνή της Ισπανίας των 1970s και 1980s. Το συγκρότημα κυκλοφόρησε το ΕΡ Daurat Oest (Edigsa, 1966), διαλύθηκε όμως σύντομα, καθώς το 1967 οι Brenner θα έκαναν την τελευταία τους μετακόμιση, φτάνοντας στο Τενεσί των Ηνωμένων Πολιτειών. Εκεί, ο Vytas σπούδασε Μουσική στο Ωδείο του Πανεπιστημίου του Τενεσί, ενώ έκανε και μεταπτυχιακά στην ηλεκτρονική μουσική.
Το 1971 αποφάσισε να επιστρέψει στη χώρα που, απ' όλες όπου έζησε, είχε αγαπήσει περισσότερο. Στη Βενεζουέλα, λοιπόν, έφτιαξε το ντουέτο Vitas & Mafe με την τραγουδίστρια María Fernanda Márquez και η Polydor ενδιαφέρθηκε να τους βγάλει 2 singles: το Mirame Señor και το Es Un Dia Extraño, αμφότερα μέσα στο 1972. Η Márquez ωστόσο ήθελε να κινηθεί σε διαφορετικά μονοπάτια από τον Brenner και έτσι το ντουέτο διαλύθηκε κι εκείνος έστησε δική του μπάντα, τους La Ofrenda, με τους οποίους κι έβγαλε το άλμπουμ La Ofrenda De Vytas (Suramericana, 1973).
Σε αντίθεση με το νεανικό του ΕΡ με τους Brenner's Folk και τη δουλειά του με τη Mafe, το La Ofrenda De Vytas στάθηκε αρχή μιας ξεχωριστής περιπέτειας, η οποία κράτησε για 4 ακόμα άλμπουμ: το Hermanos του 1974 (στη Gaviland), το Jayeche του 1975 (στη Discomoda), το ζωντανά ηχογραφημένο En Vivo! του 1977 (Discomoda) και το Ofrenda του 1978 (επίσης στη Discomoda).
Στους δίσκους αυτούς διακρίνεται το πνεύμα ενός αληθινού εξερευνητή των ήχων, ο οποίος δεν βάλθηκε απλώς να ενώσει τις ηλεκτρικές κιθάρες με τους ηλεκτρονικούς ήχους των synths (αυτό το έκαναν κι άλλοι), μα έφτιαξε ένα δικό του κράμα από progressive rock, latin ρυθμολογίες και στοιχεία από την παραδοσιακή μουσική της Βενεζουέλας –αν υπάρχει κάτι σαν latin prog, ο Vytas Brenner μπορεί σίγουρα να οριστεί ως προπάτοράς του. Τα synths του υπήρξαν εξαιρετικά βαλμένα στο όλο οικοδόμημα, η κιθάρα του Pablo Manavello πραγματικά κένταγε και οι latin αναφορές ήταν προσεκτικά διαλεγμένες, ώστε να δίνουν μια επιπλέον διάσταση στον όλο ήχο, αλλά και μια ενδιαφέρουσα τοπική «πινελιά». Από τα εν λόγω άλμπουμ, το Hermanos ήταν το πιο κοντινό στο συμφωνικό prog στυλ που ξέρουμε και από τα μεγάλα ονόματα του είδους, αλλά σε όλα τα υπόλοιπα τα πράγματα κρατιούνται και πιο προσωπικά και πιο ενδιαφέροντα.
Οι Ofrenda διαλύθηκαν το 1979 και δοκίμασαν μόνο 1 φορά να επανέλθουν στο προσκήνιο, για μια συναυλία στο Maracaibo που βρήκε όμως ψυχρή υποδοχή από το κοινό. Ο Brenner ωστόσο θα συνέχιζε τις αναζητήσεις του, πρώτα με έναν funk/soul δίσκο με την Paulette Dozier στα φωνητικά (I Belong, 1981) και ύστερα πίσω στο latin prog στυλ που εγκαινίασε με τους Ofrenda, με πιο αξιόλογη δουλειά να είναι το Vytas (1983). Η δεκαετία του 1990 τον βρήκε να αναπτύσσει πιο new age ανησυχίες, οι οποίες αποτυπώθηκαν με επάρκεια στο Amazonia (1993), κρατώντας ένα world πλαίσιο αναφοράς.
Έκτοτε, ωστόσο, ο Vytas Brenner σιώπησε. Πολλά χρόνια μετά θα ανακοίνωνε ότι ετοίμαζε καινούριο υλικό με τον Felipe Rengifo, αλλά ενώ βρισκόταν στο Ζάλτσμπουργκ της Αυστρίας (2004) πέθανε ξαφνικά από καρδιακή προσβολή, μόλις στα 58 του χρόνια.
Σήμερα, οι δίσκοι του θεωρούνται συλλεκτικοί (μια πρωτότυπη κόπια του Hermanos, ας πούμε, τιμάται γύρω στα 100 ευρώ) και χαίρουν μιας εκτίμησης που ποτέ δεν βρήκαν πραγματικά στην εποχή τους, θεωρούμενοι σημείο συνάντησης του αγγλοσαξονικού progressive rock με την πλούσια ρυθμολογία της Λατινικής Αμερικής. Το δε ίντερνετ βοήθησε ώστε το όνομά του να μην ξεχαστεί, σε πιο πρόσφατα μάλιστα χρόνια συστήθηκε και με μία ακόμα γενιά, χάρη στη συλλογή της Soul Jazz Records Venezuela 70: Cosmic Visions Of A Latin American Earth - Venezuelan Experimental Rock In The 1970s. Η οποία είναι όλη αντικείμενο ξεχωριστής αρθρογραφίας, εδώ που τα λέμε, αφού αποκαλύπτει ένα ολόκληρο περιφερειακό κεφάλαιο της rock 'n' roll εποποιίας, γραμμένο από φιγούρες εξίσου περιπετειώδεις με τον Vytas Brenner.
{youtube}dvP3l4qide8{/youtube}