Με τις 3 μέχρι τώρα κυκλοφορίες τους, οι Unknown Mortal Orchestra (προσωπικό ουσιαστικά project του Νεοζηλανδού Ruban Nielson) κατάφεραν να δημιουργήσουν έναν από τους πιο αναγνωρίσιμους ήχους της δεκαετίας: δεν υπάρχει περίπτωση να ακούσεις τραγούδι τους και να το μπερδέψεις με αυτό κάποιας άλλης μπάντας. Στην εποχή που οι περισσότερες lo-fi ηχογραφήσεις μοιράζονται περισσότερα κοινά από δύο τυχαία κομμάτια στους τελευταίους δίσκους των Editors, το οικείο, vintage σύμπαν του Nielson λειτουργεί τόσο ως φιλόξενο κρησφύγετο για τους ταλαιπωρημένους περιπλανητές του αχανούς, ψηφιακού κόσμου, όσο και ως μία διαφορετική και εντελώς ελεύθερη ανάγνωση της pop/rock ιστορίας.
Αναγνωρίζοντας το συγκριτικό πλεονέκτημα και την ξεχωριστή ταυτότητα που έχει προσφέρει στον ήχο του μια τέτοια προσέγγιση, ο Nielson συνεχίζει να υιοθετεί αυτήν την ξεθωριασμένη τεχνική παραγωγής και στη νέα, 4η δουλειά του γκρουπ, Sex & Food. Αν όμως ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά των προηγούμενων δίσκων ήταν η εξωστρέφεια και μία αίσθηση χαλαρότητας, εδώ έχουμε έναν ιδιαίτερα βαρύ και «σοβαρό» σκελετό τραγουδιών, που σε τραβάει στα ενδότερά του με κάθε ακρόαση και σε εγκλωβίζει απαλά στην δικιά του πραγματικότητα. Είναι σαν οι τάσεις φυγής και απόδρασης που πυροδοτούσε η μουσική των Unknown Mortal Orchestra να αντικαταστάθηκαν από μία πρόσκληση βυθίσματος στο ασυνείδητο του κάθε ακροατή. Είναι άλμπουμ για εκείνες τις ηλιόλουστες μέρες που ξυπνάς με όρεξη για «carpe diem» και στο τέλος καταλήγεις να αναζητάς μόνο τα βασικά (ίσως, πράγματι, το σεξ και το φαγητό), ώστε να βγει η μέρα όσο πιο ανώδυνα γίνεται.
Επιπλέον, και σε αντίθεση ξανά με τις προηγούμενες κυκλοφορίες –που ακολουθούσαν πάντα μία πιο συγκεκριμένη κατεύθυνση– γίνεται εδώ φανερή η απουσία του ηχητικού και στιχουργικού κέντρου βάρους. Ίσως οφείλεται στο γεγονός πως το Sex & Food ηχογραφήθηκε σε διαφορετικές χρονικές περιόδους και γεωγραφικές τοποθεσίες σε ολόκληρη την υφήλιο. Έτσι, υπάρχουν εδώ συνθέσεις δυστοπικής, ψυχεδελικής funk, οι οποίες ανακοινώνουν την παραίτηση από την πραγματικότητα ("Ministry Of Alienation"), εξωγήινοι folk αρπισμοί εμπνευσμένοι από πίνακες του Γκόγια ("Chronos Feasts Οn His Children"), κυνικές R'n'B εξομολογήσεις (“Not In Love We’re Just High”), απόκοσμα disco-soul νανουρίσματα για την κόρη του Nielson (“Hunnybee”) και πρωτόλειες, old-school ροκιές για το σύγχρονο ενοχικό σύνδρομο του αμερικανικού λαού (“American Guilt”). Όλα περασμένα από το θολό, μαγικό φίλτρο του Νεοζηλανδού πολυοργανίστα.
Όλες αυτές οι στιγμές, δεν συγκαταλέγονται στις πιο δυνατές του Nielson, καθώς πάσχουν από έλλειψη φαντασίας, εξελίσσονται πανομοιότυπα και σε πολλές περιπτώσεις μοιάζουν με προσχέδια ανολοκλήρωτων ακόμη τραγουδιών. Ωστόσο, μάλλον ακριβώς εκεί βρίσκεται και το μυστικό της επιτυχίας: δεν έχουν σκοπό να ψυχαγωγήσουν με την pop έννοια –με εξαίρεση ίσως το φουτουριστικό R'n'B του "Everyone Acts Crazy Nowadays"– αλλά να δημιουργήσουν (μέσω του υπνωτιστικού μάντρα που ακολουθούν) έναν κόσμο από τον οποίον δεν θα υπάρχει διαφυγή. Υπάρχει ένας κρυφός, κιθαριστικός κώδικας, ένα συνωμοτικό μοτίβο, που συνδέει άρρηκτα τα τραγούδια μεταξύ τους και κλειδώνει την αναντικατάστατη θέση τους σε αυτό το εύθραυστο, πολύπλοκο δημιούργημα.
Εν τέλει, το Sex & Food είναι ένα ακόμη βασίλειο προς εξερεύνηση, ίσως το πιο συναρπαστικό και ποικιλόμορφο στο ιδιαίτερο σύμπαν των Unknown Mortal Orchestra. Στην εποχή που ο κάθε δίσκος ολοκληρώνει τον κύκλο του μέσα σε λίγες μόνο ημέρες, η τελευταία δουλειά του Nielson θα καταφέρει να σας κρατήσει παραλυμένους στο εσωτερικό της για πολύ παραπάνω.
{youtube}ad2Iy0DMCWU{/youtube}