Οι άφρονες άρχοντες της Μέσης Γης, οι οξύθυμοι νάνοι, τα καταπράσινα βασίλεια των ξωτικών, οι πόλεμοι των Δαχτυλιδιών και η βαριά σκιά που άπλωσε η προσπάθεια του Σάουρον να οικοδομήσει μια απέθαντη, σκοτεινή Αυτοκρατορία, είναι υλικό που ανήκει στις μεγάλες λογοτεχνικές παρακαταθήκες της Ανθρωπότητας –και ας μη βρήκε ποτέ τη συμπάθεια των επιφανών κριτικών, είτε γιατί στην αντίληψή τους περί του τι είναι «σοβαρό» δεν χωράνε τα έργα φαντασίας (παρά μόνο αν πρόκειται για κοινωνικές δυστοπίες), είτε γιατί αναπαράγουν μια παλιά αριστερή «τσίχλα», που θέλει ως εκ φύσεως εχθρό ό,τι προτάσσει την απόδραση από μια καταπιεστική πραγματικότητα (την οποία πρέπει να ανατρέψεις αντί να κοιτάς να ξεφύγεις κτλ.), ειδικά εάν κλίνει προς προβιομηχανικά περιβάλλοντα με αριστοκρατικές δομές και νοοτροπίες.

Η σχέση της heavy metal κουλτούρας με τον Τόλκιν είναι βαθιά, διαρκής και πολυεπίπεδη και συχνά έχει δώσει λαμπρά στιγμιότυπα συμπόρευσης. Είναι ωστόσο κάτι που απαιτεί μια κάποια μαεστρία και όχι ένα περιβόλι όπου μπορείς απλά να μπεις ως θαυμαστής και να κάνεις του κεφαλιού σου. Σε μια τέτοια περίπτωση εύκολα θα εκτεθείς ως γραφικός και είναι αυτό ακριβώς που συμβαίνει στους Moongate Guardians από το ...ακριτικό Καλίνινγκραντ της Ρωσίας.

Θα μου πεις, δεδομένο δεν ήταν τώρα κάτι τέτοιο; Τι άλλο δηλαδή κάνουν ο πολυοργανίστας Skilar και ο τραγουδιστής Alexey από το 2013 που εμφανίστηκαν, από το να φτιάχνουν φαντεζί δίσκους με power metal ψυχή και black προβιά, εμμονικά προσανατολισμένους στον κόσμο του Τόλκιν; Είναι αλήθεια· όμως μέχρι τώρα αυτή η ισορροπία τρόμου κάπως διασωζόταν. Και μάλιστα όχι υπό τη σκέπη του cult ή της «τόσο κακό που καταντά καλό» λογικής, αλλά ως προϊόν ενός δημιουργικού τεραίν που έβρισκε τον τρόπο να παντρέψει τη δόξα με τη βλακεία μέσα σε (αντικειμενικά) κακές κιθάρες, πομπώδη synths με επιφάσεις συμφωνικότητας και στα επιπέδου demo της δεκαετίας του 1990 black metal φωνητικά του Alexey. Το Eternal Legend του 2014, ας πούμε, ή το The Eagle's Song του 2016, ήταν δουλειές που, παρά τις εμφανέστατες αδυναμίες τους, κέρδισαν κάποιο κοινό για τους Ρώσους –έστω και ως «ένοχες απολαύσεις».

Τώρα, όμως, οι Moongate Guardians πληρώνουν το τίμημα για τις αλλεπάλληλες κυκλοφορίες των τελευταίων χρόνων, που είναι βέβαια εντελώς δυσανάλογες με το μικρομεσαίο δημιουργικό βεληνεκές ενός σχήματος που ακόμα πασχίζει να αποτινάξει από πάνω του την επιρροή των Summoning. Με λίγα λόγια, οι (όποιες) ιδέες εξαντλήθηκαν, τα (ήδη πενιχρά) εκφραστικά μέσα κατέληξαν μανιέρα χάνοντας τον κινητήριο ενθουσιασμό τους, η «ατμόσφαιρα» άρχισε να τρώει τις συνθέσεις, οι τελευταίες κατέφυγαν (ακόμα περισσότερο) σε φτηνά τρικ ή κρύφτηκαν πίσω από τα κόλπα μιας από κάθε άποψη υπερβολικής παραγωγής.

Μερικά πράγματα εξακολουθούν βέβαια να λειτουργούν και κατά τόπους βρίσκεις έτσι κάτι να σταθείς με ενδιαφέρον, κυρίως στοιχεία μιας ερασιτεχνικά φτιαγμένης επικολυρικότητας με αμυδρές folk αναφορές (π.χ. στο "The Darkness Dwells In Durin's Halls" ή στο "Beneath The Moon And Under Star"), η οποία διατηρεί μια φλόγα ειλικρίνειας μέσα στα μύρια κλισέ της. Εν τέλει, όμως, δεν είναι τυχαίο ότι ως καλύτερο τραγούδι του Leave The Northern Mountains φαντάζει η διασκευή στο "Nightshade Forests" των ...Summoning –για τη διασκευή στο "Mordor" των Running Wild, ούτε λόγος.

Το στόρι τελείωσε για τους Moongate Guardians και είναι πράγματι ώρα να Leave The Northern Mountains. Στο χέρι τους είναι να αποφασίσουν αν θα μαζέψουν άρον-άρον μερικά μπαγκάζια να φύγουν σαν άνθρωποι ή αν θα το βάλουν στα πόδια κυνηγημένοι από τους Lossoth, με κίνδυνο είτε να γίνουν βορά των δράκων του Forochel, είτε να θαλασσοπνιγούν στα πελάγη του Belegaer.

ακούστε το "Beneath The Moon And Under Star", εδώ

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured