Αν οι Slagmaur ήταν κτίριο, θα ήταν εργοστάσιο παρασκευής εφιαλτών. Στην περίπτωση δε που τους παρομοιάζαμε με βιβλίο, αυτό θα ήταν κάποια παιδική εικονογραφημένη συλλογή παραμυθιών με επιμαυρομεταλλωμένα πρόσωπα στις φιγούρες (κατά τα πρότυπα των παλιών Grand Belial's Key). Η αισθητική τους είναι μια μίξη Tim Burton με ιλουστρασιόν δυστοπία, η οποία μπορεί να φανεί υπερβολικά παιχνιδιάρικη για τα «σοβαρά» black metal πρότυπα (όποια κι αν είναι αυτά).
Αυτή η περίεργη τοποθέτησή τους επί του αισθητικού φάσματος είναι φυσικά κάτι εσκεμμένο –μια απόκλιση η οποία ξεδιπλώνεται και στην επίμονη αποφυγή blastbeat σημείων, κάτι που πάει ενάντια σε μια τρανταχτή νόρμα του είδους. Πρόκειται επίσης για ένα συγκρότημα που είχε να δραστηριοποιηθεί δισκογραφικά εδώ και 8 χρόνια. Το Thill Smitts Terror, 3ο τους full-length, είναι ένας δίσκος που σχεδόν είχαμε ξεγράψει.
Με ένα intro που θυμίζει κάτι μεταξύ Prokofiev και When (τους Νορβηγούς avant-garde-ers, κομμάτι των οποίων είχαν δανειστεί και οι Satyricon στο “Dark Medieval Times”), ο δίσκος ξεκινάει σαν υποβλητικά σκοτεινό παραμύθι, για να πετάξει αμέσως μετά τον ακροατή σε μια ψυχρή, βρώμικη λίμνη, γεμάτη μηχανικά μονότονα mid-tempo ρυθμούς, στην οποία και θα προσπαθήσει να κολυμπήσει για όλη την υπόλοιπη διάρκεια. Σε αυτήν την εντύπωση συντελεί και ο γεμάτος κόκκο, τσιτσιριστός ήχος της κιθάρας (σκεφτείτε Burzum εποχής Filosofem), αλλά και η κατανυκτική κλεισούρα της παραγωγής.
Δομικά, κάθε κομμάτι κυριαρχείται από ένα riff, το οποίο αποκαλύπτεται με διάφορες όψεις: η ποικιλία περνάει σε δεύτερη μοίρα, καθώς η μπάντα επικεντρώνεται στην κεντρική ιδέα κάθε κομματιού, βάζοντας μικρές μονάχα πινελιές διαφοροποίησης ανά διαστήματα. Οι επιρροές ανιχνεύονται στις επαναλήψεις των Burzum, στα αργόσυρτα σημεία των παλιών Gorgoroth, ακόμη και σε μια ιδέα death metal αλλαγών. Η θεατρικότητα, χαρακτηριστικό γνώρισμα των Slagmaur που παραπέμπει στη μεγάλη των Devil Doll σχολή, εντοπίζεται εδώ κυρίως στα πολυφωνικά ψαλμωδικά τμήματα (που αποκτούν λυτρωτική αίγλη στο “Ja Vi Elsker Dette Landet”), αλλά και στα διάφορα samples διαλογικών και μη αφηγήσεων. Αν προσθέσουμε στο μείγμα και τα αιωρούμενα, διακριτικά πλήκτρα, όπως και τις υπόγειες, ρομαντικές μελωδίες, τότε καταλήγουμε σε μια ενδιαφέρουσα αντίθεση με τη σχεδόν βιομηχανική μονοτονία.
Αυτό που έχουμε λοιπόν στον 3ο δίσκο των Νορβηγών είναι μια αισθητική τομή μεταξύ παραμυθιού και μηχανικής δυστοπίας, ένα σύμπλεγμα του σκοτεινού παρελθόντος με το κατάμαυρο παρόν. Μουσικά πρόκειται για μια συνέχιση του Von Ron Shelter (2009), γεγονός που δείχνει πως οι Slagmaur έχουν ταχθεί πλέον στο μονοπάτι της ατμόσφαιρας και όχι σ' εκείνο του περιεχομένου. Δεν παλεύουν δηλαδή με αυστηρές δομές, θέλοντας κυρίως να περάσουν μια αισθητική διάθεση τρόμου. Σίγουρα δεν πρόκειται για τυπικό black metal, παραδόξως όμως αυτό το μονότονο mid-tempo στοίχειωμα ταιριάζει ιδιαιτέρως σε παραδοσιακούς οπαδούς του ήχου.
Ακούστε εδώ:
https://osmoseproductions.bandcamp.com/track/the-drummer-of-tedworth