Μια φορά κι έναν καιρό ήταν το Jilemnice Occultist των Master's Hammer (1993), μια occult black metal οπερέτα –κάτι τουλάχιστον πρωτοποριακό, ανεξαρτήτως χώρας καταγωγής, πόσο μάλιστα αν σκεφτείς πως δημιουργήθηκε στην πάλαι ποτέ Τσεχοσλοβακία. Πριν από αυτό υπήρχε, αν ανοίξουμε λίγο τα μουσικά όρια της αναζήτησής μας, το Dreamweaver των Βρετανών Sabbat (1989), το οποίο μπορεί να μην είχε ακριβώς μορφή οπερέτας, αλλά αφενός εμπεριείχε στοιχεία του είδους, αφετέρου εσώκλειε θεματικά μια παγανιστική ατμόσφαιρα με έντονο το occult στοιχείο. Το Coven, Οr Evil Ways Ιnstead Οf Love των Cultes Des Ghoules είναι ένας άμεσος απόγονος των δύο εκείνων αριστουργημάτων, τουλάχιστον όσον αφορά το πνεύμα του.
Άλλο ένα νοητικό άλμα στο παρελθόν: όσοι έχετε το booklet του De Mysteriis Dom Sathanas των Mayhem, εκείνο με την οπτική υφή πεπαλαιωμένης περγαμηνής και με τα σκιτσάκια-λετρίνες του Dead, ίσως να έχετε συγκρίνει την αίσθηση του όλου πακέτου με κάτι το αρχαϊκό, το σκονισμένο, το μεσαιωνικό· με μια κατάβαση ρημαγμένων πέτρινων σκαλιών. Βουτηγμένοι σε αυτήν την αίσθηση θαρρώ πως συνέθεσαν και ηχογράφησαν οι Πολωνοί το τρίτο full-length τους, το οποίο είναι συν τοις άλλοις εξαιρετικά μεγαλεπήβολο: διπλός δίσκος με συνολική διάρκεια άνω της μιάμισης ώρας, χωρισμένος σε 5 κεφάλαια, και με όλους σχεδόν τους στίχους να είναι διαλογικής μορφής.
Ο πυρήνας της μουσικής τους έχει παραμείνει αναλλοίωτος: ξερό, νευρόσπαστο, «κρατσανιστό» black metal, με πιο ζεστό ήχο σε σχέση με τις σκανδιναβικές ξύστρες και αρκετές παύσεις, με έμφαση στην τελετουργική ρυθμικότητα του μπάσου (η σπορά των demos των Necromantia είναι εμφανής). Από εκεί και πέρα, τα πράγματα έχουν εμπλουτιστεί με κάποια πολύ εμπνευσμένα leads, τόσο μελωδικά όσο και απειλητικά, με αποκορύφωμα την ευθεία ματιά που ρίχνουν στο “Kathaarian Life Code” των Darkthrone με το “Satan, Father, Savior, Hear My Prayer... (Scene V)”. Όσο για τη θεατρικότητα που πάντα τριγύριζε τον ήχο των Cultes, τώρα έχει αναπόφευκτα γιγαντωθεί λόγω του concept στησίματος, με τα φωνητικά του Mark of the Devil να στρίβουν σε παράξενες γωνίες, από ξερακιανές εκφορές λόγου μέχρι επιβλητικά υμνικά περάσματα που θυμίζουν τις μοναστηριακές πτυχές του Attila.
Το Coven, πέρα από όλα τα άλλα, είναι κατεξοχήν θεματικός δίσκος –απαιτεί δηλαδή να βιώνεται με τους στίχους του. Η ιστορία του, τοποθετημένη σε κάποιο φαντασιακό σκηνικό της ανατολικοευρωπαϊκής επαρχίας των αναγεννησιακών χρόνων, περιφέρεται γύρω από την ανίχνευση της επιρροής του Διαβόλου και της μαγείας στο ανώνυμο χωριό. Η πλάστιγγα γέρνει προς το χτίσιμο της ατμόσφαιρας και όχι προς την διήγηση μιας πολύπλοκης ιστορίας (όπως και το απρόσμενο μα υπέροχο εξώφυλλο), οπότε οι στίχοι στοχεύουν περισσότερο στην αισθητική βύθιση, παρά στην ακρίβεια και ευκρίνεια.
Οι Cultes Des Ghoules είχαν εντυπωσιάσει όλη τη σκηνή με το Henbane του 2013, το οποίο αποτελούσε επιτομή της σκοτεινής, λαϊκής μαγείας του Μεσαίωνα. Το περσινό ΕΡ The Rise Of Lucifer αποδείχθηκε κατώτερο των προσδοκιών, και σίγουρα δεν μας προετοίμασε για το μαγευτικό Coven. Το οποίο, τιμώντας την πνευματική παράδοση των γειτόνων τους Master's Hammer και χτίζοντας πάνω στον χαρακτηριστικό ήχο των ίδιων των Πολωνών, είναι από τα πιο ολοκληρωμένα έργα που έχει βγει από τα σπλάχνα του black metal, τουλάχιστον στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν. Σαν ένα παλιό δερματόδετο γριμόριο με κιτρινισμένες σελίδες και σκούρο μελάνι, το κάθε άνοιγμα του οποίου προβάλει παράλογες σκιές στον τοίχο.
{youtube}HDu_x6mYoPc{/youtube}