Υπάρχουν δίσκοι που είναι διαχρονικοί. Υπάρχουν άλλοι που οραματίζονται το μέλλον. Κάποιοι που αναβιώνουν το παρελθόν. Ορισμένοι, αποτυπώνουν την εποχή ζύμωσής τους.
Το Midnight Sun, από την άλλη, δεν ανήκει σε καμία από αυτές τις κατηγορίες. Για την ακρίβεια, κρυφοκοιτάζει τον χωροχρόνο από την κλειδαρότρυπα όλων. Μαγειρεύτηκε με στοιχεία του παρελθόντος για να πραγματευτεί ένα δικό του μέλλον. Χρησιμοποιεί διαχρονικές μα ρετροφουτουριστικά επικαλυμμένες τεχνικές σύνθεσης για να αποδράσει από ένα ρευστό και περίπλοκο παρόν.
Ο δεύτερος δίσκος του νεαρού Σκωτσέζου εμπνέεται από το ομότιτλο επεισόδιο της cult τηλεοπτικής σειράς The Twilight Zone, στο οποίο ένας καλλιτέχνης και η σπιτονοικοκυρά του βιώνουν την απότομη αύξηση της θερμοκρασίας της Γης ως αποτέλεσμα της απόκλισης αυτής από την προδιαγεγραμμένη τροχιά της. Θα περιορίζαμε όμως την εμπειρία ακρόασης, αν βασιζόμασταν στην υπόθεση πως μέσα από τα κομμάτια του πλάθονται απλώς ηχητοπία τα οποία στοχεύουν στην απόδοση των αντίστοιχων ζεστών, λιωμένων, αποσυντιθέμενων εικόνων που απλώνονται στο συγκεκριμένο επεισόδιο. Βέβαια, από την άλλη, και σε αντίθεση με το Architect –το περσινό υποψήφιο για βραβείο Mercury ντεμπούτο του Duncan, το οποίο απέπνεε μία πιο παγωμένη αίσθηση περιπλάνησης μέσα από τα folktronica μονοπάτια του– στο παρόν έργο η συναισθηματική θερμοκρασία ανεβαίνει απότομα μπροστά στο κάτι σαν τέλμα που αντιμετωπίζει ο δημιουργός.
Το Midnight Sun είναι στιλιστικά κρυστάλλινο, αισθητικά συνεκτικό, αφηγηματικά πυκνό και ηχητικά βυθιστικό. Πετυχαίνει τον ιδανικό συγκερασμό εγκεφαλικότητας και συναισθηματισμού μέσα από μαθηματικά καταστρωμένες –μινόρε κατά κύριο λόγο– αρμονίες. Στις καλύτερές του στιγμές εγκλωβίζει στον πυρήνα του αειθαλή, οικεία, μελωδικά μοτίβα και τα περνάει μέσα από γυαλιά τα οποία αντικρίζουν μία μελλοντική τάξη πραγμάτων. Η κεντρική τεχνοτροπία μοιράζεται αρκετά κοινά στοιχεία με τα παχύρρευστα synth πλέγματα που αφθονούν στον τελευταίο δίσκο των Tame Impala, με τη διαφορά ότι εδώ τα συναντάμε αρκετά πιο αβαρή και διαστημικά, ενώ μικροσωματίδια από άλλες μουσικές σχολές εισχωρούν στη ροή του δίσκου, προσφέροντάς του μία πολυδιάστατη αίσθηση αντίληψης.
Ο πολυοργανίστας και απόφοιτος της ανωτάτης σχολής τεχνών της Σκωτίας φλερτάρει με την κινηματογραφική, τρυφερή πλευρά των Air ("Do I Hear?"), κλαμπάρει με κλειστά μάτια μεταφέροντας τα silent disco πάρτι του Βερολίνο στο μέλλον ("Wanted To Want It Too"), συνομιλεί με στοιχειολογικά φαντάσματα που αιωρούνται στα ερείπια τα οποία άφησαν οι Broadcast ("Midnight Sun") και αφηγείται, μέσα από πνευματώδη art-pop κανάλια, ιστορίες ανταγωνισμού με τον αδερφό του ("Who Lost") και ερωτικά ναυάγια ("Last To Leave"). Τα χορωδιακά, εκκλησιαστικά του φαλτσέτα είναι δε τόσο ψιλά, ώστε πολλές φορές γίνονται ένα και μπερδεύονται με τα πλήκτρα (ειδικά στο φινάλε του "On Course"), ενώ τέλος δεν λείπει και η λεπτεπίλεπτη, ονειρική chamber pop (“Window”).
Κυρίως, όμως, το Midnight Sun αποτιμάται ως σπουδαίο επειδή παρέχει προστασία. Μέσα σε μια χρονιά γεμάτη βαρύγδουπους concept δίσκους και κοινωνικοπολιτικά μανιφέστα, τα 43 λεπτά αρραγούς συνειδησιακού χασίματος στο παραμελημένο εγώ μας, ενθαρρύνουν τον ακροατή να γυρίσει για λίγο την πλάτη του στον κόσμο, ώστε να συνομιλήσει με τον εαυτό του, να μετρήσει ψυχικά αποθέματα και να πετάξει τα αχρείαστα βάρη. Είναι μία πράξη βαθιάς εσωστρέφειας και απόδρασης, ένα παροδικό καταφύγιο στα πρόθυρα ενός αβέβαιου μέλλοντος. Ένας πιθανός δίσκος της χρονιάς, που δεν χρειάζεται να το φωνάξει.
{youtube}5eV6r8Vp_RU{/youtube}