Είναι συγκινητικά όμορφο το τι μπορεί να συμβεί όταν ευθυγραμμιστούν οι μουσικοί πλανήτες τριών διαφορετικών «ιερειών» της σύγχρονης, αυθεντικής τραγουδοποιιίας. Το τρυφερό 1960s ποπ άγγιγμα της K.D. Lang, ο φλεγόμενος country δυναμισμός της Neko Case και τα χειροποίητα folk νανουρίσματα της Laura Veirs χαράζουν ευδιάκριτα τον κεντρικό κορμό αυτών των τραγουδιών, την ίδια όμως στιγμή –συνυφασμένα μεταξύ τους– αναδύουν μία ξεχωριστή, μεθυστική αύρα. Αποφέροντας την εδώ και αρκετό καιρό πιο απροσποίητη κατάθεση ενός «supergroup».
Ο δίσκος στάζει ζεστασιά και οικειότητα: κρυστάλλινες, αειθαλείς μελωδίες, σπιτίσια παραγωγή που εκμηδενίζει την απόσταση με τον ακροατή και εικονοπλαστικές ιστορίες ενότητας, συμπαράστασης, ονειροπόλησης και συνειδητοποιημένης αισιοδοξίας, που συλλαμβάνουν την ουσία του τι σημαίνει να είσαι ένα συλλογικό και ανοιχτόκαρδο ον σε μία εποχή κατά την οποία έχουμε ξεχάσει να είμαστε συν-άνθρωποι. Στο ίδιο πνεύμα συνεργασίας, οι 3 συνθέτριες/ερμηνεύτριες έχουν συνεισφέρει σχεδόν ισόποσα σε αυτήν την γενναιόδωρη συλλογή 14 έξοχων κομματιών. Σε ορισμένα, μάλιστα, τις συναντάμε μαζί και στα συγγραφικά/τραγουδιστικά credits.
Είναι χαρακτηριστικό πως, σε πρώτη ανάγνωση, τα τραγούδια αυτο-ομαδοποιούνται κατά κάποιον τρόπο με βάση ποια από τις 3 πρωταγωνίστριές μας το ερμηνεύει. Ως λογικό επόμενο, η κάθε ομάδα παραπέμπει λοιπόν σε διαφορετικές επιρροές και συγκεντρώνει τα μοναδικά χαρακτηριστικά από τον προσωπικό κατάλογο της καθεμίας.
Έτσι, τα ρετρό, θεατρικά σαγηνεύματα “Honey And Smoke” και “Blues Fires” της Lang φέρνουν στο μυαλό την κλασάτη ποπ της Nancy Sinatra και της Dusty Springfield, ξεχειλίζοντας ρομαντισμό και γινομένη αγάπη. Οι άλλες δύο συνταγές της Καναδής είναι όμως μαγειρεμένες με εντελώς διαφορετικά συστατικά: το “1000 Miles Away” ξεκλέβει κάτι από τον υπόγειο αισθησιασμό της Sade, ενώ η ρητορική ερώτηση της απαλής country μπαλάντας “Why Do We Fight?” συνεχίζει να σιγοκαίει σαν φωτιά στο μυαλό του ανήσυχου ακροατή, μετά την ολοκλήρωση του άλμπουμ.
Τα τραγούδια της Laura Veirs αποδεικνύονται στα πιο φιλόδοξα της –πιο σύντομης, σε σχέση με τις άλλες δύο– καριέρας της. Τα φωνητικά στην ευγενή americana του “Song For Judee” (ένας φόρος τιμής στην υποτιμημένη 1970s μουσικό Judee Sill, η οποία πέθανε από κατάχρηση ναρκωτικών), γαληνεύουν και απαλύνουν την ψυχή σα να παρατηρείς περίεργα σύννεφα σε ένα καταπράσινο λιβάδι, ενώ το “Best Kept Secret” δανείζεται πνευστά σε στυλ Motown και έγχορδα που θυμίζουν Belle And Sebastian, για να προκύψει ένα αξιολάτρευτο country pop στολίδι με Nashville μνήμες.
Τα πιο ισχυρά κομμάτια του Case/Lang/Veirs θα πρέπει όμως να πιστωθούν στην πρώτη της τριάδας. Η προσωπικά αγαπημένη Neko Case φαίνεται δηλαδή ότι απελευθερώθηκε δημιουργικά στα πλαίσια αυτής της συνεργασίας, ξεκλειδώνοντας έναν οίστρο που παρόμοιό της δεν έχει επιδείξει ούτε με τους New Porngraphers, ούτε στις προσωπικές της δουλειές. Το “Delirium” είναι ο ορισμός της αψεγάδιαστης και πιασάρικης ποπ, με πολλαπλά όμως επίπεδα ερμηνείας για έναν προσεχτικό ακροατή –κλασική και αγέραστη Neko Case, δηλαδή. Άλλο ένα δείγμα της υψηλής συνθετικής της ευφυΐας ξεδιπλώνεται στη σκοτεινή, νατουραλιστική μπαλάντα “Supermoon”, ενώ η ακαταμάχητη, ανατριχιαστική μελωδία του “Behind Armory” και η οδήγηση χωρίς προορισμό στο “Down” επισφραγίζουν τη λαμπρή φόρμα της.
Καμίας όμως το προσωπικό στίγμα δεν επισκιάζει την αίσθηση αλληλεγγύης που αποπνέει στο σύνολό του αυτό το υπέροχο δημιούργημα. Και δεν είναι καθόλου δύσκολο να ανιχνευθεί στη σάρκα του: στα δεύτερα φωνητικά/χορωδίες τα οποία συνοδεύουν την κεντρική ερμηνεία σε όλα τα κομμάτια, στην αποθέωση της ιδέας που υπηρετούν ανάμεσα στις απολαυστικές τριφωνίες του εναρκτήριου "Atomic Number", στους συντροφικούς στίχους του “I Want To Be Here” («I just want, I wanna be here with you/Not bracing for what comes next»).
Το ντεμπούτο λοιπόν αυτής της ιδανικής τριάδας τιμά ταπεινά και ειλικρινά την αληθινή έννοια της λέξης supergroup, τονίζει την αξία των ανθρώπων γύρων μας και μας πείθει να σκάψουμε βαθύτερα στη δισκογραφία των τριών μαγικών πλασμάτων που το έχουν δημιουργήσει, φτάνοντας στο tour de force τους με τον πιο απροσδόκητο τρόπο: με μία ομαδική, ανθρώπινη προσπάθεια.
{youtube}lbcvAsYMU1M{/youtube}