Οι Spiritual Beggars δεν χρειάζονται συστάσεις, είναι άλλωστε ιδιαίτερα αγαπητοί στο ελληνικό κοινό. Αρκεί λοιπόν να υπενθυμίσουμε ότι από το 1994 κυκλοφορούν καταπληκτικούς δίσκους κατευθείαν εμπνευσμένους από τα 1970s, όντας μία από τις πρώτες μπάντες που ξεκίνησε να εκφράζεται μέσω ενός τέτοιου ήχου, πολύ πριν γίνει δηλαδή μόδα η αναβίωσή του. Η μεγάλη βέβαια επιτυχία του έτερου σχήματος του Michael Amott –των Arch Enemy– έκανε τα πράγματα για τους Spiritual Beggars να κινούνται πιο αργά τα τελευταία 10 (σχεδόν) χρόνια. Aλλά, όπως έχει δηλώσει και ο ίδιος, πρόκειται για «μπάντα που αρνείται να πεθάνει». Ευτυχώς!
Στα τελευταία άλμπουμ πίσω από το μικρόφωνο βρίσκεται ο «δικός» μας Apollo Papathanasio (ex-Firewind), τo δε συγκρότημα ακούγεται όλο και πιο κοντά σε αυτά που το επηρέασαν: Deep Purple, Uriah Heep, Black Sabbath. Για κάποιους κάτι τέτοιο αποτελεί μειονέκτημα, μιας και υποστηρίζουν πως υπάρχουν στιγμές που οι Σουηδοί θυμίζουν επικίνδυνα μελωδίες ή riffs από κομμάτια των προαναφερθέντων μεγαθηρίων. Προσωπικά πάντως, δεν ενοχλούμαι· βρίσκω φυσική μια τέτοια ομοιότητα, από τη στιγμή που οι ίδιοι έχουν περίτρανα δηλώσει ότι μεγάλωσαν λατρεύοντας τα συγκεκριμένα γκρουπ. Άλλωστε οι Beggars πρώτα ανέπτυξαν έναν αναγνωρίσιμο ήχο και ύστερα έβγαλαν μπροστά τις 1970s επιρροές, οι οποίες υπήρξαν πλήρως αφομοιωμένες στη δική τους πρόταση. Τα σόλο του Amott, που βρωμάνε UFO, καθώς και το ψυχεδελικά ονειρικό hammond του Per Wiberg, είναι και τα πιο τρανταχτά trademarks του ήχου τους.
Τα παραπάνω δεν πλατειάζουν άσκοπα, μα είναι άμεσα συνδεδεμένα με το Sunrise To Sundown και ιδιαίτερα με τη συζήτηση που προκάλεσε πριν την κυκλοφορία του η δημοσιοποίηση του “Diamond Under Pressure”, το οποίο παραπέμπει ευθέως στο “Woman From Tokyo” των Deep Purple. Ενδεχομένως να έβγαζα κίτρινη κάρτα στον Wiberg, καθώς ήταν ο «εμπνευστής» του βασικού riff, μα εν τέλει επικεντρώνομαι στο ότι είναι ένα καλοστημένο κομμάτι. Προσπαθώ άλλωστε να το δω μέσα στην ολοκληρωμένη εικόνα του δίσκου και όχι αποσπασματικά.
Σε μια πρώτη προσέγγιση, τώρα, θα μπορούσαμε να πούμε πως το 9ο άλμπουμ του κουιντέτου από το Halmstad είναι μια μίξη του προκατόχου του Earth Blues (2013), με στοιχεία από τα On Fire (2002) και Demons (2005). Η αισθητική των Deep Purple γίνεται αρκετά έντονη, ίσως λόγω του πρωταγωνιστικού ρόλου τον οποίον παίζει το πανέμορφο hammond του Wiberg. Η μπάντα ξαναθυμάται πάντως και τις πιο μεταλλικές στιγμές των δίσκων που έκανε με τον Janne "JB" Christoffersson πίσω από το μικρόφωνο, με αποτέλεσμα κομμάτια σαν τα “What Doesn’t Kill You”, “Hard Road” ή "Dark Light Child" να ακούγονται πιο heavy.
Καταπληκτικός είναι επίσης ο οργανικός ήχος της δουλειάς, που αποπνέει ένα έντονο live συναίσθημα, γεγονός που οφείλεται στον τρόπο ηχογράφησης, ο οποίος έγινε κι αυτή τη φορά ζωντανά στο στούντιο. Αναφερόμενος στην απόδοση της μπάντας, αν θα στεκόμουν σε κάποιον, αυτός είναι ο Apollo Papathanasio –χωρίς κάτι τέτοιο να μειώνει την εξαιρετική δουλειά των υπολοίπων. Είναι όλοι τους παιχταράδες, αλλά ο Apollo πραγματικά έδωσε ρέστα με τις γεμάτες ψυχή ερμηνείες του. Ακούστε τον για παράδειγμα στο "No Man's Land" και θα αντιληφθείτε αμέσως τι εννοώ. Αξίζει τέλος να αναφερθεί πως οι κύριοι Wiberg & Witt συνείσφεραν περισσότερο στις συνθέσεις σε σχέση με το παρελθόν, δίνοντας έτσι μια πιο ποικιλόμορφη πινελιά.
Σε καμία ασφαλώς περίπτωση δεν ανακαλύπτουν τον τροχό οι Spiritual Beggars στο Sunrise Τo Sundown. Δεν είναι άλλωστε ζητούμενο. Εκείνο που θέλουμε από την αφεντιά τους μετά από 20 και βάλε χρόνια είναι ένας καλός δίσκος, αντάξιος του ονόματός τους, που θα περιέχει όλα τα στοιχεία που αγαπήσαμε. Αυτό λοιπόν το κατάφεραν μια χαρά.
{youtube}hL6kYte8j84{/youtube}