Ο Moritz von Oswald αποτελεί μια ιδιάζουσα περίπτωση για πολλούς λόγους, ευνόητους και μη, θα έλεγε κανείς. Ο λόγος που έγινε πέρα για πέρα αντιληπτός στη τηλεφωνική μας συζήτηση είναι ότι δεν νιώθει άνετα με την οποιαδήποτε έκθεση στη δημοσιότητα με τον πλέον αγνό τρόπο, τουτέστιν προχωράει ένα, δυο, δέκα βήματα παραπέρα το κλισέ «θέλει να μιλάει μόνο μέσω του έργου του», όχι εμπίπτοντας σε σνομπισμούς και «δυσκολοσύνες», αλλά απαντώντας με ατόφια έκπληξη και εγκάρδιο γέλιο κάθε φορά που του υπενθύμιζα πόσο σπουδαίος είναι για τη σύγχρονη dance/dub/techno πραγματικότητα. "I just enjoy club music!", όπως λέει και ο ίδιος. Μια πραγματικότητα η οποία δεν θα ήταν ποτέ η ίδια χωρίς αυτόν.
Από την περίοδο που σπούδαζε κλασσικά κρουστά και τις εποχές των α λα Talking Heads/Liquid Liquid funk wave Γερμανών πιονέρων Palais Schaumberg, την κομβική γνωριμία του με τον Mark Ernestus και τη δημιουργία των Basic Channel, την πιο μοναχική διαδρομή του με το moniker “Maurizio”, τα δισκογραφικά του πειράματα στα 00s και 10s με ονόματα που καλύπτουν μια ευρύτατη γκάμα –από τον Carl Craig και τον Tony Allen μέχρι τη Laurel Halo, τον Nils Petter Molvaer έως και τον Ricardo Villalobos– μέχρι και τη σημερινή ενασχόλησή του με εκκλησιαστικούς χώρους σαν live stages και πλούσιες, χορωδιακές ενορχηστρώσεις που μπλέκουν την χαρακτηριστική dub ευαισθησία του, τα ευγενή synthesizer με επιρροές που (μάλλον, υποσυνείδητα) φτάνουν μέχρι ακριβοθώρητους πειραματικούς κλασικούς του 20ου αιώνα όπως ο Ligeti, ο Moritz von Oswald περνάει μια δεύτερη, τρίτη, νιοστή, you name it, νιότη, μακριά από τις συνήθεις γραφικότητες, με έναν πραγματικά δικό του, ανόθευτο τρόπο. Το όποιο τυχόν “rebranding”; Κανένα marketing stunt, μόνο μια φιλοσοφία ζωής, που παραφράζεται ίσως με το να λέγαμε ότι το παρελθόν ανήκει σε σκονισμένες ντουλάπες – προτιμότερο θα είναι να αφοσιώνεται κανείς στο να ανοίγει τα δώρα του μέλλοντος, όταν αυτά έρθουν.
Υπήρχαν, το δίχως άλλο, διαχρονικά κάμποσες αφορμές να μιλήσουμε μαζί του, και αυτή δόθηκε με την πρόσφατη κυκλοφορία του σαν πραγματικά solo artist (τουλάχιστον με το πλήρες, βαφτιστικό του όνομα) αλλά και μια στροφή στον ήχο του με την οποία αισθάνεται πάρα πολύ άνετα αυτή τη στιγμή – και την οποία θα παρουσιάσει στο φετινό Borderline Festival της Στέγης Ωνάση. Λειτουργεί σαν ένας ιδιότυπος μαέστρος, αξιοποιώντας τα γνώριμα όπλα που έχει εδώ και τέσσερις δεκαετίες στη φαρέτρα του, συγκρουόμενος δημιουργικά με μια 16μελή χορωδιά, πεντατονικές ασκήσεις καθώς και επί του ίδιου tracklist επαναπροσαρμογές κομματιών, δίνοντας νέα πνοή στον όρο (από)συναρμολόγηση, καθορίζοντας εμφατικά και με μεγάλο ενθουσιασμό το καλλιτεχνικό του «τώρα». Άλλωστε, το λέει και ο ίδιος παρακάτω το πόσο μεγάλη σημασία παίζει στη δημιουργία ο κατάλληλος (συγ)χρονισμός.
Πρέπει πάντα να πορεύεσαι με το τι σου λέει το μέσα σου. Έτσι και με το “Silencio”. Δεν γίνεται εύκολα, το συγκεκριμένο -παραδείγματος χάριν- μου πήρε 4 χρόνια να το στήσω όλο, κάθε μέρος ξεχωριστά. Και φυσικά ο ίδιος ο ήχος. Όλα έχουν να κάνουν με τον ήχο. Αλλά ξέρεις, το παρελθόν έχει φύγει, και το μέλλον είναι ακόμα στο δρόμο. Η όλη κατασκευή του δίσκου ανήκει για τα καλά στο παρελθόν. Είναι μια φιλοσοφία που με ακολουθεί εδώ και καιρό.
Ο ήχος και ο χώρος για μένα υπήρξαν ανέκαθεν αλληλένδετες έννοιες. Θέλω να προσθέτω μια τρισδιάστατη υφή σε αυτό που κάνω με τη μουσική, το θεωρώ ύψιστης σημασίας συνθήκη – το καταλαβαίνεις αν ακούσεις και τα πιο “club” κομμάτια που έχω κάνει.
Η κλασσική εκπαίδευση που είχα στα ορχηστρικά κρουστά σίγουρα μου είχε αφήσει πράγματα από τότε, σμίλεψε σίγουρα τη νοοτροπία μου. Θυμάμαι τον καθηγητή μου να επιμένει στην προτροπή του «άκου.. άκου πολύ προσεκτικά». Με την έννοια του να απορροφήσω την πλήρη αίσθηση που αφήνει η μουσική σε ένα χώρο.
Το “Silencio” είναι ένα project πολύ κοντά στην καρδιά μου, μια περαιτέρω αναζήτηση ή κατάδυση, ας πούμε, που κάνω στην αδιαχώριστη σχέση μεταξύ ήχου και χώρου. Επίσης, ήταν μια ευκαιρία να μπορέσω να εντάξω στον ήχο μου χορωδιακά φωνητικά, που σε κάθε περίπτωση τα βρίσκω πέρα για πέρα συγκλονιστικά. Μεγάλη επιρροή η ιταλική θρησκευτική/οπερετική μουσική που εδώ και αιώνες εντάσσει τη χορωδία στο συνολικό ηχόχρωμα, με μια ιδιαίτερη μνεία να πηγαίνει στις όπερες του Verdi – ακόμα και τις λιγότερο «γνωστές» του. Αν παρατηρήσεις, ακόμα και οι τίτλοι είναι όλοι στα ιταλικά. Είναι πράγματι ίσως ο πιο ταιριαστός χώρος να παρουσιάζεις το συγκεκριμένο δίσκο σε μια εκκλησία. Πέρυσι είχαμε κάνει μια performance στην Πορτογαλία και φέτος έχουμε ήδη προγραμματίσει μια αντίστοιχη στην Ολλανδία, μεταξύ άλλων.
Βρίσκω πολύ προσοδοφόρα την συνδιαλλαγή με την κλασσική μουσική – πριν αρκετά χρόνια μάλιστα είχαμε κάνει μια «διασκευή» στο “Bolero” του Maurice Ravel, παρέα με τον Carl Craig (σ.σ.: στον δίσκο Recomposed όπου αμφότεροι διασκεύασαν τρία εμβληματικά κομμάτια από το μνημειώδες κλασικό ρεπερτόριο της Deutsche Grammophon, και συγκεκριμένα από διευθύνσεις του Hebert von Karajan).
Ένα από τα πλέον εμβληματικά projects της σύγχρονης εποχής του είναι το Borderlands, από κοινού με τον Detroit θρύλο Juan Atkins (Cybotron), μέλος της θρυλικής τριάδας Belleville Three που κατά πολλούς όρισε (και κυριολεκτικά, γλωσσολογικά τον όρο “techno”). Οπότε δεν χαράμισα την ευκαιρία να τον διακόψω (ευγενικά) για να μας πει κάποια πράγματα για την ιστορία, κάποια παραλειπόμενα και το μέλλον (;) αυτής της οντότητας.
Τον Juan Atkins τον γνωρίζω πολλά χρόνια, ήδη από τις σχετικά πρώιμες εποχές του Detroit. Φυσικά ερχόταν και αυτός πολύ στο Βερολίνο. Δεν ξέρω αν θα συνεργαστούμε πάλι στο άμεσο μέλλον καθώς είναι πολύ απασχολημένος με το touring, μεταξύ άλλων. Αλλά αν καταφέρουμε να βρεθούμε, ποιος ξέρει; Όλα έχουν να κάνουν με το timing και τη στιγμή – φαντάσου ότι ο ένας εκ των δύο δίσκων Borderlands γράφτηκε εντός μιας μόνο ημέρας μια από τις φορές που είχε επισκεφτεί τη Γερμανία.
Με τη Στέγη και το Borderline τα κανόνισε όλα το management μου, εγώ δεν ξέρω τίποτα! (γέλια) Αλλά πέρα από την πλάκα, έγιναν κάποια Zoom calls και είδα ότι ήταν πάρα πολύ σοβαροί στην προσέγγισή τους, με όρεξη και στοχοπροσήλωση. Μπορώ επίσης να πω ότι η performance του Σαββάτου θα περιέχει και εκτεταμένες εκδοχές κομματιών από το “Silencio”, ανυπομονώ πραγματικά να τις μοιραστώ!
O θρυλικός Moritz von Oswald παρουσιάζει την τελευταία του κυκλοφορία Silencio στο Basement του Borderline Festival, τη 2η ημέρα του φεστιβάλ, το Σάββατο 12 Απριλίου (23:00-00:00). Iggor Cavalera, Joy Orbison, Donato Dozzy και πολλοί ακόμη καλλιτέχνες εμφανίζονται στο πλαίσιο του διήμερου φεστιβάλ, το οποίο φέτος πραγματοποιείται στο Onassis Ready, το νέο κτίριο του Ιδρύματος Ωνάση, στη βιομηχανική ζώνη του Ρέντη. Περισσότερες πληροφορίες για το line-up και την προπώληση εισιτηρίων εδώ.